Το σύνθετο θέμα των ανισοτήτων στην υγεία στην Ελλάδα εξετάστηκε στο πλαίσιο στρογγυλής τράπεζας την οποία συντόνισε ο Καθηγητής Πολιτικής Υγείας Ηλίας Κυριόπουλος και η οποία εστίασε στους κοινωνικοοικονομικούς, γεωγραφικούς και πολιτισμικούς παράγοντες που διαμορφώνουν την πρόσβαση, την ποιότητα και τα αποτελέσματα της φροντίδας.
Οι πολλαπλές όψεις της ευαλωτότητας αναλύθηκαν από μια διεπιστημονική ομάδα ομιλητών, που περιλάμβανε την κ. Μαρία Φλεβοτόμου, οικονομολόγο, τον Καθηγητή Κοινωνιολογίας και Πολιτικής Υγείας Χαράλαμπο Οικονόμου, την κ. Αναστασία Ντικούδη, σύμβουλος δημόσιας υγείας στο Γραφείο του ΠΟΥ στην Αθήνα, και την κ. Νεφέλη Στουρνάρα, κοινωνιολόγο. Η συνεδρία επιχείρησε να συνδέσει την τεκμηριωμένη έρευνα με τον σχεδιασμό παρεμβάσεων που θα διασφαλίσουν μια πιο δίκαιη και αποτελεσματική κατανομή των πόρων και των ευκαιριών στην υγεία.
Κόστος ζωής και επιπτώσεις στο επίπεδο και την κατανομή των εισοδημάτων
Πρώτη έλαβε τον λόγο η κ. Μαρία Φλεβοτόμου, προκειμένου να παρουσιάσει το γενικό κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο της συζήτησης. Όπως επισήμανε αρχικά η ομιλήτρια, τα τελευταία χρόνια, μετά την πανδημία, έχει παρατηρηθεί υψηλός πληθωρισμός, ο οποίος προήλθε από διάφορες διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες και από την ενεργειακή κρίση. Παρά τη σταδιακή υποχώρησή του στη συνέχεια, στην Ελλάδα αποδείχθηκε ιδιαίτερα επίμονος, γεγονός που σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τη μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις υπηρεσίες, αλλά και με το κόστος των ειδών διατροφής.
Έτσι λοιπόν, παρατηρήθηκε μια σωρευτική αύξηση του κόστους διαβίωσης στην Ελλάδα, η οποία διαφέρει πολύ ανά κατηγορία δαπάνης. Περισσότερο επηρεάστηκαν οι κατηγορίες που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού των νοικοκυριών, με πρώτα τα είδη διατροφής και δεύτερη τη στέγαση. Οι δαπάνες υγείας επηρεάστηκαν σε μικρότερο βαθμό – ωστόσο, όπως επισήμανε η κ. Φλεβοτόμου, οι δαπάνες υγείας, ως ανελαστικές, έχουν εν δυνάμει σημαντικές επιπτώσεις στην ευημερία των νοικοκυριών, ιδιαίτερα αυτών με χαμηλότερο εισόδημα. Τέλος, σημαντικό ρόλο στο κόστος διαβίωσης έπαιξαν και τα ενεργειακά αγαθά, τα οποία μάλιστα καταλαμβάνουν μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού στα φτωχότερα νοικοκυριά.
Παράλληλα, δεν υπήρξε αντίστοιχη αύξηση των εισοδημάτων, με αποτέλεσμα τη μείωση της αγοραστικής δύναμης, η οποία υπέστη ισχυρότερο πλήγμα στην Ελλάδα σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Όλα αυτά, οδήγησαν σε έναν άνισο αντίκτυπο του πληθωρισμού στα φτωχότερα νοικοκυριά και στο λεγόμενο «χάσμα πληθωρισμού», το οποίο συνεπάγεται και ένα χάσμα ως προς τις απώλειες κοινωνικής ευημερίας μεταξύ των κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων.
Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης λήφθηκαν μέτρα για την προστασία των εισοδημάτων, τα οποία είχαν κυρίως εισοδηματικά κριτήρια, μέτρα για τη συγκράτηση των τιμών, όπως η επιδότηση του ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς και άλλα μέτρα που δεν σχετίζονταν με τον πληθωρισμό, όπως η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Τα δημοσιονομικά αυτά μέτρα περιόρισαν την αρνητική επίπτωση του πληθωρισμού στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και τον άνισο αντίκτυπο του πληθωρισμού κατά μήκος της εισοδηματικής κατανομής, κατέληξε η κ. Φλεβοτόμου.
Καταστροφικές και φτωχοποιητικές δαπάνες υγείας στην Ελλάδα: 24 χρόνια μετά
Τον λόγο έλαβε στη συνέχεια ο Καθηγητής Χαράλαμπος Οικονόμου, προκειμένου να παρουσιάσει τα αποτελέσματα μιας έρευνας που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά το 2001, στο πλαίσιο συνεργασίας της τότε Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ) με τον ΠΟΥ, και επαναλήφθηκε το 2025, προκειμένου να καταγράψει την εξέλιξη. Το βασικό ερώτημα ήταν σε ποιο βαθμό είναι δυνατό να καταστεί εφικτή η φροντίδα υγείας για τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες σε ένα σύστημα του οποίου οι δαπάνες υγείας αποτελούν σε σημαντικό βαθμό άμεσες πληρωμές. Χρησιμοποιήθηκαν δύο βασικοί δείκτες, οι δαπάνες φτωχοποίησης και οι καταστροφικές δαπάνες.
Η έρευνα έδειξε ότι: α) οι οικονομικές δυσκολίες που προκαλούνται από τις άμεσες πληρωμές είναι υψηλότερες στην Ελλάδα από ό,τι σε πολλές χώρες της Ε.Ε., β) οι καταστροφικές δαπάνες για την υγεία συγκεντρώνονται σταθερά σε μεγάλο βαθμό στο φτωχότερο πεμπτημόριο και σχετίζονται κυρίως με τα φάρμακα και την εξωνοσοκομειακή περίθαλψη, γ) τα επίπεδα ακάλυπτων αναγκών είναι σταθερά πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και δ) η οικονομική προστασία επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, γεγονός που εξέθεσε την πολυπλοκότητα και τον κατακερματισμό της κάλυψης της υγειονομικής περίθαλψης στην Ελλάδα και την έλλειψη ανθεκτικότητάς της σε κραδασμούς.
Τίθεται λοιπόν ανάγκη επαναπροσδιορισμού της πολιτικής, έτσι ώστε να μειωθεί η οικονομική δυσπραγία των φτωχότερων κοινωνικών ομάδων, δήλωσε ο κ. Οικονόμου. Αυτό μπορεί να γίνει, για παράδειγμα, με αποσύνδεση του δικαιώματος πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας από την καταβολή εισφορών και σύνδεσή του με τη διαμονή, διασφάλιση της κάλυψης της θεραπείας στην Π.Φ.Υ., και όχι μόνο της επίσκεψης και της διάγνωσης, και διασφάλιση της πρόσβασης σε δημόσια χρηματοδοτούμενες υπηρεσίες μακροχρόνιας φροντίδας. Εάν οι συμπληρωμές θεωρούνται αναγκαίες για κάποιο λόγο, τότε είναι αναγκαίος ο περιορισμός της αρνητικής επίπτωσής τους, ιδιαίτερα για τα φάρμακα.
Ο κ. Οικονόμου επισήμανε ότι τα τελευταία χρόνια έχουν πράγματι ληφθεί ορισμένα θετικά μέτρα, όπως η σύσταση του ολοκληρωμένου συστήματος παροχής ανακουφιστικής φροντίδας, η δημιουργία Εθνικού Δικτύου Μονάδων Αυξημένης Φροντίδας για ασθενείς με αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, η νοσοκομειακή κατ’ οίκον νοσηλεία και η σύσταση Ενιαίας Λίστας Χειρουργείων. Ωστόσο, δεν είναι γνωστό κατά πόσο έχει ολοκληρωθεί η εφαρμογή τους, ενώ δεν έχει αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητά τους. Επιπλέον, έχουν ληφθεί και μέτρα που αυξάνουν την οικονομική επιβάρυνση των πολιτών, όπως τα απογευματινά ιατρεία, η δυνατότητα των ιατρών του ΕΣΥ για ιδιωτικό έργο εκτός τακτικού ωραρίου και εφημεριών, η αύξηση της συμμετοχής που πληρώνουν οι ασφαλισμένοι στα συμβεβλημένα διαγνωστικά κέντρα ή το δικαίωμα των προσωπικών ιατρών του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. να παρέχουν υπηρεσίες προσωπικού ιατρού και ως αμιγώς ιδιώτες. Ο κ. Οικονόμου ολοκλήρωσε την παρουσίασή του δηλώνοντας ότι απαιτείται επαναξιολόγηση των εφαρμοζόμενων πολιτικών.
Ανισότητες στην υγεία στην Ελλάδα και κοινωνικοοικονομικοί προσδιοριστές της υγείας
Στη συνέχεια, η κ. Αναστασία Ντικούδη, Public Health Consultant, παρουσίασε τα αποτελέσματα μιας μελέτης που πραγματοποιήθηκε από το γραφείο του Π.Ο.Υ./WHO στην Αθήνα για την Ποιότητα και Ασφάλεια των Ασθενών στο οποίο υπάγεται, μελέτη η οποία είχε ως σκοπό να αναδείξει τις συσχετίσεις μεταξύ κοινωνικοοικονομικών παραγόντων και ανισοτήτων στην υγεία.
Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι την τελευταία δεκαετία, η οικονομική επίδοση της Ελλάδας παρέμεινε χαμηλή σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. Κατά την ίδια περίοδο, η χώρα εφάρμοσε μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, με αποτέλεσμα τη μείωση των δημόσιων δαπανών υγείας κατά 24,1%, ενώ αντίθετα οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας αυξήθηκαν κατά 13,7%. Αυτές οι εξελίξεις άσκησαν έντονες πιέσεις στο δημόσιο σύστημα υγείας, περιορίζοντας την ικανότητά του να καλύπτει δίκαια τις ανάγκες του πληθυσμού.
Παρά τις οικονομικές δυσκολίες που προκλήθηκαν από την παρατεταμένη οικονομική κρίση, σημειώθηκε σημαντική πρόοδος στην εκπαίδευση και οι δείκτες υγείας παρουσίασαν μικρές βελτιώσεις, τόσο στο προσδόκιμο ζωής όσο και στα υγιή έτη ζωής, ενώ η υποκειμενική αντίληψη για την υγεία παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Η σταθερότητα στις χρόνιες παθήσεις και η μικρή αύξηση των λειτουργικών περιορισμών δείχνουν ότι η επιβάρυνση της υγείας παραμένει ελεγχόμενη.
Η μελέτη έδειξε επίσης ότι η εκπαίδευση επηρεάζει σημαντικά την υγεία. Τα άτομα με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο εμφανίζουν καλύτερη αυτοαντίληψη της υγείας και μπαίνουν σε διαδικασία να κάνουν πιο συχνά προληπτικές εξετάσεις. Αντιθέτως, οι χρόνιες παθήσεις και οι λειτουργικοί περιορισμοί εμφανίζονται συχνότερα σε άτομα με χαμηλό εισόδημα ή μορφωτικό επίπεδο, ενώ μειώνονται σε πληθυσμούς με υψηλότερα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά. Οι ανεκπλήρωτες ανάγκες υγείας είναι εντονότερες στα άτομα χαμηλού εισοδήματος και το εύρημα αυτό υπογραμμίζει ότι σε συστήματα όπως το ελληνικό (τύπου Beveridge), η ιδιωτική συμμετοχή στο κόστος μπορεί να αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στην ισότιμη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.
Η κ. Ντικούδη ολοκλήρωσε την παρουσίασή της προτείνοντας κάποια μέτρα για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων, όπως ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, μείωση του κόστους συμμετοχής για τους πολίτες (με στοχευμένη οικονομική στήριξη των πιο ευάλωτων ομάδων) και περαιτέρω επέκταση της χρήσης των ψηφιακών εργαλείων, όπως η ηλεκτρονική συνταγογράφηση και ο ατομικός φάκελος υγείας. Πρόσθεσε ότι το ιστορικό πλέον πρόγραμμα «Δοξιάδης» παραμένει επίκαιρο για την προαγωγή της δημόσιας υγείας, την εκπαίδευση του πληθυσμού σε θέματα υγείας και την ανάπτυξη συνεργασίας με τον ιδιωτικό τομέα για την πρόληψη και τη μείωση των μακροπρόθεσμων ανισοτήτων.
Η μητρότητα στο περιθώριο: ταξικές, έμφυλες και πολιτισμικές διαστάσεις στην περιγεννητική υγεία
Τέλος, η κ. Νεφέλη Στουρνάρα εστίασε σε ένα πιο ειδικό θέμα ανισοτήτων στην υγεία, παρουσιάζοντας μια μελέτη η οποία επικεντρωνόταν στην περιγεννητική φροντίδα των μεταναστριών.
Η ομιλήτρια υπογράμμισε αρχικά ότι η Ελλάδα υπήρξε ανέκαθεν χώρα υποδοχής μεταναστών, πολύ πριν από το 1990, αλλά αυτό που έλειπε και εξακολουθεί να λείπει είναι μια μεταναστευτική πολιτική, καθώς και η συμπερίληψη και μια διαπολιτισμική προσέγγιση σε πολλούς τομείς, συμπεριλαμβανομένης της υγείας. Στη συνέχεια, έκανε μια πολύ παραστατική παρουσίαση του βιώματος των μεταναστριών που απευθύνονται στο εθνικό σύστημα υγείας για περιγεννητική φροντίδα, εμβαθύνοντας στα ποιοτικά δεδομένα. Απάντησε σε δύο κεντρικά διερευνητικά ερωτήματα: πώς βιώνουν οι ίδιες οι μετανάστριες ενσώματα την εγκυμοσύνη και τον τοκετό και πώς πλοηγούνται στα δημόσια νοσοκομεία.
Η έρευνα εντόπισε δύο κυρίαρχους τομείς ανισότητας και εμποδίων. Ο ένας ήταν η θεσμική αδυναμία και η αδυναμία πρόσβασης (γραφειοκρατικά εμπόδια, άκαμπτα πρωτόκολλα, έλλειψη πληροφόρησης των μεταναστριών για τα δικαιώματά τους) και ο δεύτερος ήταν τα γλωσσικά και πολιτισμικά εμπόδια (έλλειψη κατανόησης, απουσία επαγγελματικής διερμηνείας και προκατάληψη). Η έρευνα διέγνωσε επίσης μια αποτυχία ηθικής φροντίδας, δηλαδή μιας φροντίδας που να περιλαμβάνει ενσυναίσθηση, αμοιβαιότητα, αναγνώριση της ευαλωτότητας, σεβασμό της αξιοπρέπειας, διάλογο και όχι μονόλογο και αναγνώριση της γυναίκας ως ηθικού υποκειμένου.
Τέλος, η κ. Στουρνάρα διατύπωσε τέσσερις προτάσεις για τη βελτίωση της φροντίδας των μεταναστριών:
- ανάπτυξη διαπολιτισμικής επάρκειας (εφαρμογή μιας πολιτικής φροντίδας που λαμβάνει υπόψη την ετερότητα και ξεπερνά τα δυαδικά σχήματα «παρόχου-δέκτη»)
- ενίσχυση των υποδομών επικοινωνίας (διασφάλιση επαγγελματικών υπηρεσιών διερμηνείας/ πολιτισμικών διαμεσολαβητών και παροχή βασικής πληροφόρησης στη μητρική γλώσσα)
- δημιουργία ασθενοκεντρικής προσέγγισης (μιας προσέγγισης που αναγνωρίζει την έμφυλη, ταξική και εθνοτική διάσταση της εμπειρίας, και λαμβάνει υπόψη το ψυχικό τραύμα)
- συνεργασία δικτύων (ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ νοσοκομείων, κοινωνικών υπηρεσιών, εθελοντικού τομέα και κοινοτήτων για την υποστήριξη των ψυχοκοινωνικών και οικονομικών αναγκών των γυναικών).
Η αντιμετώπιση των ανισοτήτων στην περιγεννητική φροντίδα απαιτεί τη μετάβαση από την εστίαση στην «έλλειψη γλώσσας» στην κριτική ανάλυση του θεσμικού πλαισίου και των σχέσεων εξουσίας, κατέληξε η κ. Στουρνάρα.
Συζήτηση
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, τέθηκε ερώτηση από το ακροατήριο σχετικά με την ενδεχόμενη εισαγωγή ιδιωτικών ασφαλίσεων στο ΕΣΥ και την επίδραση που θα μπορούσε αυτό να έχει στην καθολική υγειονομική κάλυψη. Ο κ. Οικονόμου απάντησε ότι η συζήτηση αυτή δεν είναι καινούργια και ότι ο ίδιος είναι υπέρμαχος του δημόσιου χαρακτήρα του συστήματος υγείας, καθώς οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες «ασφαλίζουν νέους, ωραίους, υγιείς και με χρήμα», όπως δήλωσε χαρακτηριστικά. Πρόσθεσε ότι μια τέτοια κίνηση θα δημιουργούσε νοσοκομεία δύο ταχυτήτων και ότι οι πόροι που λείπουν σήμερα θα μπορούσαν να βρεθούν μέσω μιας πιο δίκαιης φορολόγησης των υψηλών εισοδημάτων.
Η συζήτηση ολοκληρώθηκε με μια παρέμβαση του Καθηγητή Χρήστου Λιονή, ο οποίος υπογράμμισε πρώτον ότι θα πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη σημασία στον όρο «ευαλωτότητα» και να τον διευρύνουμε, καθώς δεν περιλαμβάνει μόνο τα άτομα με υποκείμενη νόσο, και δεύτερον ότι η Ελλάδα δαπανά το μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ στην Ε.Ε. για τη δημιουργία εγκαταστάσεων μακροχρόνιας φροντίδας. Τόνισε επίσης το γεγονός ότι η εγγραμματοσύνη σε θέματα υγείας και διατροφής είναι πολύ χαμηλότερη στις ομάδες με φτωχά εισοδήματα και ότι θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην αντιμετώπιση της φτώχειας. Τέλος, επισήμανε τη σημασία της φλεγμονής και του χρόνιου άγχους στην ανάπτυξη καρδιαγγειακής νόσου, κάτι που θα επηρεάσει την εξέλιξη της υγείας του πληθυσμού κατά τα επόμενα χρόνια και το οποίο επίσης συνδέεται με τη φτώχεια και τις διακρίσεις.









