Η αντιμετώπιση της χρόνιας νοσηρότητας ως στρατηγική επιλογή για το σύστημα υγείας – Συνεδρία

Η χρόνια νοσηρότητα αποτελεί σήμερα μια παγκόσμια πρόκληση, καθώς νοσήματα όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, οι καρδιαγγειακές παθήσεις και ο καρκίνος επιβαρύνουν σημαντικά τους νοσούντες, αλλά και δευτερευόντως τα συστήματα υγείας και τις οικονομίες παγκοσμίως, ανέφερε η κ. Φαίη Μακαντάση, Διευθύντρια Ερευνών στη διαΝΕΟσις, προλογίζοντας την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συνεδρία για τη διαχείριση της χρόνιας νοσηρότητας ως στρατηγική επιλογή πολιτικής.

 

 

Στην Ελλάδα, συνέχισε η συντονίστρια της συνεδρίας, η συχνότητα των χρόνιων παθήσεων βαίνει αυξανόμενη, αφενός λόγω της εξελισσόμενης γήρανσης του πληθυσμού, αφετέρου λόγω του σύγχρονου τρόπου ζωής, της υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης, αλλά και της πανδημίας, που έχουν οδηγήσει σε υψηλό συνολικό κόστος νοσηλείων, συχνότερες εισαγωγές και μεγαλύτερη απώλεια στην παραγωγικότητα. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2020, 30% των ανδρών και 47% των γυναικών ηλικίας άνω των 65 ετών στην Ελλάδα έπασχαν από πολλαπλές χρόνιες παθήσεις, ενώ το κόστος για το ΕΣΥ μόνο για την παχυσαρκία και τις σχετιζόμενες νοσηρότητες ανέρχεται στα 4,3 δισεκατομμύρια.

Για την αντιμετώπιση όλων αυτών των προβλημάτων, επισήμανε η κ. Μακαντάση, απαιτούνται πολιτικές μετάβασης από τη θεραπεία σε μια ολοκληρωμένη διαχείριση των νοσημάτων, εστιάζοντας στην πρόληψη, στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και στην οικονομική αξιολόγηση των παρεμβάσεων. Στο νέο αυτό σύστημα διαχείρισης νοσημάτων που καλείται το Σύστημα Υγείας να υιοθετήσει, ενσωματώνοντας τις νέες τεχνολογίες, τα σύγχρονα ψηφιακά εργαλεία και τα μητρώα ασθενών, η οικονομική διάσταση είναι πολύ χρήσιμη. Οι μελέτες κόστους-αποτελεσματικότητας μπορούν να καθοδηγήσουν τις αποφάσεις για τη φαρμακευτική αγωγή και, σε συνδυασμό με άλλες παρεμβάσεις, μπορούν να οδηγήσουν σε βελτιστοποίηση του κόστους και αρτιότερη αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων. Η αποτελεσματικότητα τέτοιων μοντέλων διαχείρισης είναι αποδεδειγμένη διεθνώς, με υψηλή οικονομική απόδοση σε περιορισμένους πόρους, παρατήρησε η κ. Μακαντάση, δίνοντας τον λόγο στον κ. Κώστα Αθανασάκη για να παρουσιάσει την ελληνική μελέτη PHSSR (Partnership for Health System Sustainability and Resilience), που αποτελεί μέρος μιας παγκόσμιας πρωτοβουλίας και αποτυπώνει τις προκλήσεις, τις προτεραιότητες και τις δυνατότητες μεταρρύθμισης του εθνικού συστήματος υγείας, με έμφαση στον ρόλο της χρόνιας νοσηρότητας.

Ένας οδικός χάρτης για τη διαχείριση της χρόνιας νοσηρότητας: Αποτελέσματα της μελέτης PHSSR για την Ελλάδα

Η διαχείριση της χρόνιας νοσηρότητας αποτελεί προϋπόθεση για τη διατήρηση του κοινωνικού κράτους και ο βαθμός της επιτυχίας με την οποία θα καταφέρει το σύστημα υγείας να ελέγξει τη χρόνια νοσηρότητα είναι αυτός που θα καθορίσει και τον βαθμό της βιωσιμότητάς του τα επόμενα χρόνια, ανέφερε ξεκινώντας την παρουσίασή του ο κ. Κώστας Αθανασάκης, Αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στον Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής και Visiting Fellow στο LSE.

Η Συμμαχία για την Βιωσιμότητα και την Ανθεκτικότητα των Συστημάτων Υγείας ή PHSSR (Partnership for Health System Sustainability and Resilience), συνέχισε ο ομιλητής, αποτελεί μια διεθνή πρωτοβουλία, στην οποία συμμετέχει και η χώρα μας, που συντονίζεται από το London School of Economics και εξετάζει το ζήτημα της βιωσιμότητας των συστημάτων υγείας. Η Ελλάδα ήταν μια από τις περισσότερες από 20 χώρες που συμμετείχαν στην πρώτη φάση της PHSSR και διεξήγαγε τη μελέτη της, η οποία κατέληξε σε μία σειρά από ευρήματα και προέβη σε 23 προτάσεις για ένα βιώσιμο και ανθεκτικό σύστημα υγείας, πολλές εκ των οποίων έχουν ήδη βρει τον δρόμο τους στον δημόσιο διάλογο.

Πλέον, η Συμμαχία PHSSR έχει δημιουργήσει μια Ευρωπαϊκή Ομάδα, με στόχο να προτείνει πολιτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο ώστε να μπορούν να υποστηριχθούν τα συστήματα και σε διακρατικές πολιτικές, και έχει ήδη δώσει δύο μελέτες στον ευρωπαϊκό δημόσιο διάλογο, η πρώτη εκ των οποίων αφορά στα χρόνια νοσήματα. Με τη μελέτη αυτή, που εμφανίσθηκε στη δημόσια σφαίρα τον Νοέμβριο του 2023, η Συμμαχία αναγνώρισε πως τα χρόνια νοσήματα αποτελούν μείζον ζήτημα για την Ευρώπη.

Μετά την πρώτη αυτή πανευρωπαϊκή μελέτη, η Συμμαχία εισήλθε σε μια δεύτερη φάση, στην προσπάθεια δημιουργίας οδικών χαρτών για τη διαχείριση σημαντικών ζητημάτων των συστημάτων υγείας. Η πρώτη μελέτη αυτής της δεύτερης φάσης ασχολείται με το ζήτημα της χρόνιας νοσηρότητας σε οκτώ χώρες, μια εκ των οποίων είναι η Ελλάδα, και το πώς μπορούν τα κράτη να αναγνωρίσουν και να διαχειρισθούν έγκαιρα τη χρόνια νοσηρότητα.

Πρακτικά, πάνω από το 90% της νοσηρότητας, της ζήτησης υπηρεσιών υγείας, άρα και της δαπάνης υγείας, οφείλεται στην πραγματικότητα σε αυτό που ονομάζουμε χρόνια νοσηρότητα, υπογράμμισε ο κ. Αθανασάκης. Η αποτελεσματική διαχείριση της χρόνιας νοσηρότητας καθίσταται όλο και πιο επιτακτική, καθώς ο συνδυασμός δημογραφίας και επιδημιολογίας αναμένεται να δυσκολέψει πάρα πολύ τα συστήματα υγείας στο μέλλον, ιδίως το δικό μας, και μάλιστα αμφίπλευρα -και σε όρους αναγκών αλλά και σε όρους δημιουργίας των απαραίτητων πόρων- ενώ επιπλέον ως κρίσιμη παράμετρος ανακύπτει και το προσδόκιμο υγιούς ζωής, δηλαδή η υγεία και η ποιότητα ζωής στους ανθρώπους άνω των 65 ετών.

Παρουσιάζοντας τα πρώτα αποτελέσματα της μελέτης για τη χρόνια νοσηρότητα στην Ελλάδα, ο κ. Αθανασάκης ανέφερε πως η μελέτη αναλύει το σύστημα σε 7 τομείς, τη διακυβέρνηση, τη χρηματοδότηση, το ανθρώπινο δυναμικό, τα φάρμακα και την τεχνολογία υγείας, την παροχή υπηρεσιών υγείας, την πληθυσμιακή υγεία και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα, και καταγράφει ουσιαστικά για κάθε έναν από αυτούς τους τομείς κάποια βασικά ευρήματα και κάποιες προτάσεις.

Στον τομέα της πληθυσμιακής υγείας, όπου βασικά ευρήματα είναι η επιβράδυνση της βελτίωσης του προσδόκιμου ζωής, το χαμηλό προσδόκιμο επιβίωσης με υγεία στα 65 έτη, η υψηλή έκθεση του πληθυσμού σε παράγοντες κινδύνου αλλά και η υψηλή έκθεση σε περιβαλλοντικές κρίσεις, μεταξύ των προτάσεων της μελέτης είναι η έναρξη προώθησης υγιεινών τρόπων συμπεριφοράς και κατανάλωσης από πολύ μικρή ηλικία, τόσο με δράσεις οι οποίες δεν θα επιτρέπουν την πρόσβαση σε ανθυγιεινές συμπεριφορές όσο και με δράσεις οι οποίες θα προωθούν τις υγιεινές συμπεριφορές στις οικογένειες και τους μαθητές. Η μελέτη προτείνει επίσης τη χρήση εργαλείων από τις συμπεριφορικές πολιτικές, αλλά και τη συστηματική εκτίμηση των ανισοτήτων στην υγεία, ενώ επιπλέον αναγνωρίζει ως μείζον ζήτημα στη χώρα μας την αυτοφροντίδα, καθώς οι άνθρωποι στην Ελλάδα δηλώνουν τη μικρότερη σιγουριά μεταξύ των λαών της Ευρώπης στο να αυτοδιαχειριστούν ένα πρόβλημα υγείας, και προτείνει άμεσο και ισχυρό συντονισμό των υπηρεσιών υγείας και των κοινωνικών υπηρεσιών ώστε να είναι δυνατή η αναγνώριση των πληθυσμών που βρίσκονται σε ανάγκη.

Στον τομέα της διακυβέρνησης, όπου η μελέτη διαπιστώνει πολλαπλά συστήματα και σε πολλές περιπτώσεις μη επαρκή συνεννόηση και συντονισμό, προτείνει τη δημιουργία μιας Εθνικής Επιτροπής για τα δεδομένα, σε συνεργασία με την ΕΛΣΤΑΤ, η οποία καταγράφει τα δεδομένα με βάση το ευρωπαϊκό πρότυπο, ώστε να είναι δυνατή η ομογενοποίηση, η διαθεσιμότητα και η διασύνδεση των δεδομένων. Επιπλέον, η μελέτη επισημαίνει την ανάγκη για πιο οργανωμένη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, ολοκληρωμένες στρατηγικές για τη χρόνια νοσηρότητα, ανάπτυξη μητρώων και για άλλα νοσήματα εκτός του καρκίνου και διασύνδεση των μητρώων αυτών, καθώς και την ανάγκη διασύνδεσης των βάσεων της υγείας με τις βάσεις από την κοινωνική πρόνοια και την κοινωνική φροντίδα ώστε να μπορούν να εντοπίζονται οι πληθυσμοί με ακάλυπτες ανάγκες.

Στον τομέα της παροχής υπηρεσιών υγείας, παρά τη σημαντική εξέλιξη που έχει σημειωθεί στον τομέα της πρόληψης και των προσυμπτωματικών ελέγχων, υπάρχουν ακόμη στη χώρα μας αρκετά υψηλές ανάγκες υγείας οι οποίες επηρεάζουν σύμφωνα με τις διεθνείς στατιστικές κατά κύριο λόγο τα οικονομικά αδύναμα νοικοκυριά. Η μελέτη προτείνει την κεφαλαιοποίηση της προσπάθειας που γίνεται στην πρόληψη, ξεκινώντας καταρχάς με τη συστηματική αξιολόγηση των προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου και την εκτίμηση κοινωνικοοικονομικών παραμέτρων, ώστε η αξιολόγηση αυτή να λάβει υπόψη και να εντοπίσει τις ομάδες οι οποίες τελικά δεν συμμετέχουν σε αυτού του τύπου τα προγράμματα και υπάρχει κίνδυνος να μείνουν περιθωριοποιημένες στην υγεία.

Όσον αφορά στο ζήτημα της διαχείρισης του νοσήματος, θα πρέπει να επεκταθεί η προσπάθεια που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια με τα πρωτόκολλα και αυτά να μετεξελιχθούν πια σε οργανωμένες οδηγίες διαχείρισης της νόσου, όπου θα καταγράφεται και ο ρόλος των λοιπών επαγγελματιών υγείας και όχι μόνο των ιατρών. Μία από τις ισχυρότερες προτάσεις της μελέτης είναι η δημιουργία διεπιστημονικών ομάδων υγείας για τη διαχείριση της νοσηρότητας, οι οποίες είναι απαραίτητο να διασυνδεθούν και με τους ανθρώπους οι οποίοι παρέχουν άτυπη φροντίδα, μέχρι η χώρα να καταφέρει να αποκτήσει ένα σύστημα μακροχρόνιας φροντίδας. Επιπλέον, ο προσυμπτωματικός έλεγχος χρειάζεται να διασυνδεθεί με τα υπόλοιπα τμήματα της φροντίδας μέσω σαφών μονοπατιών διαχείρισης των θετικών αποτελεσμάτων και βεβαίως πρέπει πια να αναπτυχθεί σε πλήρη κλίμακα το ζήτημα της χρήσης και αξιολόγησης των δεδομένων από τους ασθενείς, των αποτελεσμάτων και των εμπειριών.

Η σημασία της μελέτης των δεδομένων νοσηρότητας είναι πολύ σημαντική, τόνισε ο κ. Αθανασάκης, αναφέροντας πως ένα από τα ευρήματα της μελέτης ήταν η μεταβολή του φορτίου νοσηρότητας από τη χρόνια νεφρική νόσο στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία κατά 193%, μεταβολή σαφώς μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη χώρα από τις οκτώ που συμμετέχουν στην παρούσα φάση της PHSSR. Το εύρημα αυτό, συνέχισε ο κ. Αθανασάκης, οδήγησε στην πρόταση υλοποίησης ενός προγράμματος συστηματικού προσυμπτωματικού ελέγχου για διαβητικούς ασθενείς και άτομα που έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης χρόνιας νεφρικής νόσου, πρόταση που εισακούσθηκε από το Υπουργείο Υγείας, με αποτέλεσμα το πρόγραμμα να παίρνει πλέον σάρκα και οστά.

Στον τομέα της χρηματοδότησης, ένα κύριο ζήτημα είναι η ανάγκη συνέχισης των σημαντικών αυτών προγραμμάτων και μετά τον χρονικό ορίζοντα του RRF, υπογράμμισε ο ομιλητής. Η μελέτη προτείνει ενδυνάμωση της κοινοτικής φροντίδας, καλώς καθορισμένους προϋπολογισμούς για τα σχέδια δράσης, προϋπολογισμούς σε όρους νοσήματος δηλαδή ολοκληρωμένη διαχείριση νοσημάτων, υιοθέτηση ενός συστήματος αποζημίωσης με βάση το αποτέλεσμα (pay-for-performance) σε όλα τα επίπεδα της φροντίδας και ειδικά στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, καθώς και χρήση των οικονομικών εργαλείων για την τροποποίηση των συμπεριφορών με την επιδότηση υγιεινών τροφίμων και τη φορολόγηση των προϊόντων που είναι επιβλαβή για την υγεία.

Το ανθρώπινο δυναμικό αποτελεί μία από τις σημαντικότερες συνιστώσες των συστημάτων υγείας, παρατήρησε ο κ. Αθανασάκης, καθώς ακόμη και ο ψηφιακός μετασχηματισμός θα έρθει στο σύστημα μέσω των ανθρώπων. Οι προτάσεις της μελέτης στον τομέα αυτό, περιλαμβάνουν: εκπαίδευση του υγειονομικού προσωπικού στα νέα ψηφιακά εργαλεία, κίνητρα για τη συγκράτηση των υπαρχόντων και την προσέλκυση νέων επαγγελματιών υγείας στο σύστημα, επίσημη συνεργασία των Υπουργείων Υγείας και Παιδείας για την περιοδική επαναξιολόγηση των προγραμμάτων σπουδών των πτυχίων των επαγγελματιών υγείας, διεπιστημονικές προσεγγίσεις φροντίδας, αλλά και μια πολυετή στρατηγική για το ανθρώπινο δυναμικό στο σύστημα υγείας, με μέτρα, προβλέψεις, δείκτες και κίνητρα.

Στον τομέα της τεχνολογίας υγείας, η μελέτη ζητά περισσότερα κίνητρα για τη διενέργεια κλινικών δοκιμών, επέκταση του δικτύου της τηλεϊατρικής, ώστε να γίνει πανεθνικό και να φτάνει σε όλες τις περιοχές λύνοντας ζητήματα πρόσβασης, την εισαγωγή ενός συστήματος αξιολόγησης των τεχνολογιών υγείας, όχι μόνο στα φάρμακα, αλλά και στις ιατρικές συσκευές και τις ψηφιακές εφαρμογές, τη χρήση εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης στην υποβοήθηση της κλινικής απόφασης, καθώς και μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εφαρμογής MyHealth με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης.

Τέλος, στον τομέα της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, οι συστάσεις της μελέτης περιλαμβάνουν την ανάπτυξη μιας εθνικής στρατηγικής προκειμένου να μπορούμε να κατανοήσουμε και να ελαχιστοποιήσουμε τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, την αύξηση της ενημέρωσης του πληθυσμού αναφορικά με τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής, την συμπερίληψη της περιβαλλοντικής συνιστώσας κατά τη διαμόρφωση πολιτικών στον τομέα της υγείας, καθώς και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του συστήματος, ώστε να μπορεί να διαχειρίζεται χρόνια νοσήματα και να διασφαλίζεται η συνέχεια της φροντίδας ακόμα και σε συνθήκες κρίσης.

Οι προτάσεις είναι πολλές, ανέφερε ολοκληρώνοντας την παρουσίασή του ο ομιλητής, και η κοστολόγησή τους είναι ήδη καθ’ οδόν. Οι μελέτες αυτές δεν έχουν ωστόσο σκοπό να υποκαταστήσουν την πολιτική διοίκηση ή τη διοίκηση του σύστηματος υγείας, αλλά να χρησιμεύσουν ως ένα εργαλείο που τροφοδοτεί το δημόσιο διάλογο, να μεταφέρουν ένα call-to-action για ένα σύστημα το οποίο αντιμετωπίζει πάρα πολλές απειλές. Ας μην ξεχνάμε, πρόσθεσε ο κ. Αθανασάκης, πως το σύστημα υγείας αποτελεί μια συνειδητή κοινωνικοπολιτική επιλογή· το φτιάξαμε γιατί το θέλαμε.

Συζήτηση

Επομένως, αν θέλουμε να το διατηρήσουμε, πρέπει να φροντίσουμε να είναι βιώσιμο και να μπορεί να ανταποκρίνεται στον ρόλο που του έχουμε δώσει, συμπλήρωσε η κ. Μακαντάση. Η μελέτη για την ανασυγκρότηση του ΕΣΥ της διαΝΕΟσις λέει ουσιαστικά πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει ένα νέο ΕΣΥ που θα στηρίζεται πάνω στην κλινική αποτελεσματικότητα, στην οικονομική αποδοτικότητα και στην κοινωνική δικαιοσύνη, που θα πρέπει να διαπνέουν οριζόντια το ΕΣΥ, πρόσθεσε η συντονίστρια της συζήτησης και κάλεσε τον κ. Αθανασάκη να εξηγήσει το σύστημα pay-for-performance στο οποίο αναφέρθηκε.

Η χρηματοδότηση με βάση τις επιδόσεις, το pay-for-performance, μπορεί να βοηθήσει το σύστημα να σταματήσει να είναι οριζόντιο, δηλαδή να πληρώνει απλώς όγκους υπηρεσιών ή ποσότητες υπηρεσιών χωρίς να ρωτά τι αποτελέσματα είχαν αυτές τις υπηρεσίες, εξήγησε ο κ. Αθανασάκης. Το σύστημα αυτό χρηματοδότησης σημαίνει πως στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, για παράδειγμα, ένας γενικός, οικογενειακός ή προσωπικός γιατρός έχει επιπλέον αμοιβή από μία βασική, όταν ο πληθυσμός ευθύνης του επιτυγχάνει κάποιους στόχους. Ή μια διεπιστημονική ομάδα φροντίδας υγείας θα μπορεί να έχει καλύτερη αποζημίωση από τον ασφαλιστικό οργανισμό, όταν διαχειρίζεται καλύτερα έναν πολίτη με πολλαπλά προβλήματα υγείας. Αυτό, φυσικά, σημαίνει ότι, αφού η αμοιβή εξαρτάται από την επίτευξη στόχων, οι στόχοι θα πρέπει να προσυμφωνούνται, να μετράμε σωστά τα αποτελέσματα και επίσης να αναθεωρούμε περιοδικά, γιατί οι στόχοι αλλάζουν.

Η κ. Μακαντάση ευχαρίστησε τον κ. Αθανασάκη για την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ομιλία του και έδωσε στη συνέχεια τον λόγο στον κ. Τσίμαρη, καλώντας τον να παρουσιάσει την άποψη του ΠΑΣΟΚ σχετικά με το ζήτημα της διαχείρισης της χρόνιας νοσηρότητας.

Οι δυτικές κοινωνίες αναγνωρίζουν ότι η υγεία αποτελεί δικαίωμα και όχι προϊόν, επισήμανε ο Αναπληρωτής Γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και υπεύθυνος του Τομέα Υγείας του ΠΑΣΟΚ κ. Ιωάννης Τσίμαρης. Η χρόνια νοσηρότητα δεν είναι απλώς ένα ιατρικό θέμα και μία ατομική ευθύνη, αλλά ένα πολύπλευρο ζήτημα, που διατρέχει όλες τις βαθμίδες και δομές που έχει η κοινωνική ζωή, η οικονομική ζωή, όλη η κοινωνία. Το περιβάλλον στο οποίο καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε το συγκεκριμένο πρόβλημα -με τη γήρανση, το δημογραφικό πρόβλημα, τη μετανάστευση- είναι δύσκολο και, αν δεν κάνουμε κάτι σύντομα, υπάρχει περίπτωση να μην μπορούμε να το αναστρέψουμε. Το κλειδί είναι η πρόληψη και η προαγωγή της υγείας, καθώς το 80% των προσδιοριστών υγείας οφείλεται στο περιβάλλον. Επομένως, αν θέλουμε να κάνουμε πρόληψη, θα πρέπει να δράσουμε στο περιβάλλον από νωρίς, από πολύ μικρή ηλικία. Το ζήτημα των χρόνιων παθήσεων είναι ένα διατομεακό πρόβλημα, το οποίο σημαίνει ότι για να έχουμε αποτέλεσμα και να μην έχουμε επιδείνωση, θα πρέπει να θέσουν στόχους και να συντονιστούν πολλά υπουργεία ταυτόχρονα. Η ισχυρή Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας απαιτεί αποκέντρωση, συνέχισε ο κ. Τσίμαρης, δεν μπορεί να καθορίζεται μόνο από το Υπουργείο, αλλά σε συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες, τους ΟΤΑ, που γνωρίζουν καλύτερα τις ανάγκες του πληθυσμού και μπορούν να είναι πιο κοντά του, επομένως θα πρέπει να τους εντάξουμε μέσα σε ένα πλαίσιο όπου θα κάνουμε και προαγωγή υγείας, και ανίχνευση, αλλά και πρόληψη. Τα προγράμματα πρόληψης χρειάζονται ασφαλώς και κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό που θα μπορέσει να πείσει τον κόσμο να συμμετάσχει σε αυτά, τόνισε ο κ. Τσίμαρης, ενώ πολύ σημαντικό είναι επίσης και το ζήτημα της κατεύθυνσης του πολίτη μέσα στο σύστημα υγείας, που δημιουργεί και τις περισσότερες κοινωνικές ανισότητες. Όσον αφορά στην αξιολόγηση των θεραπειών, συνέχισε ο ομιλητής, είναι πολύ δύσκολο να γίνει, αν δεν καταστήσουμε τον ΕΟΠΥΥ έναν σύγχρονο οργανισμό, ο οποίος θα κάνει αποτίμηση και πληρωμή όχι μόνο στην πρωτοβάθμια φροντίδα, αλλά γενικότερα, ώστε να ξέρουμε πώς μπορούμε να κινηθούμε.

Η χρόνια νοσηρότητα επιβαρύνει σημαντικά εκτός από τους ασθενείς και τις οικογένειές τους, έχοντας πολυεπίπεδες επιπτώσεις, οι οποίες απαιτούν στοχευμένες και αποδοτικές στο κοινωνικό σύνολο παρεμβάσεις. Η χρηματοδότηση στην υγεία είναι επένδυση, υπογράμμισε ο κ. Τσίμαρης, επένδυση στην ποιότητα ζωής και την ευεξία των πολιτών, στην οικονομία, στην παραγωγικότητα. Όσον αφορά στην ψηφιακή μετάβαση, θα πρέπει να δούμε τη ζήτηση και τις ανάγκες, επομένως χρειαζόμαστε αξιόπιστα δεδομένα και εκπαίδευση του προσωπικού.

Με δεδομένη την κόπωση και τη μετανάστευση των υγειονομικών αυτά τα χρόνια της υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης, πώς μπορεί το σύστημα να διαχειριστεί αποτελεσματικά τους μακροχρόνιους ασθενείς αν δεν λυθεί το ζήτημα του ανθρώπινου δυναμικού και ποια είναι η πιο άμεση παρέμβαση που θα μπορούσαμε να κάνουμε και να έχει αντίκτυπο, ρώτησε η κ. Μακαντάση τη Βουλευτή και Καθηγήτρια Επιδημιολογίας στο ΕΚΠΑ κ. Λινού.

Έχουμε ένα μείζον πρόβλημα, τη διαχείριση των χρονιών νοσημάτων, παρατήρησε η κ. Αθηνά Λινού, αλλά δεν έχουμε μετρήσει ποτέ ούτε στη χώρα μας ίσως ούτε και διεθνώς την επίπτωση και τις συνέπειες τού να είναι κάποιος χρόνια άρρωστος. Δεν έχουμε μετρήσει ποια είναι η επίπτωση των μυοσκελετικών, δεν γνωρίζουμε πόσα είναι τα ρευματολογικά ή τα ενδοκρινολογικά νοσήματα τα οποία συνεισφέρουν στη θνησιμότητα. Επίσης, δεν έχουμε μετρήσει καθόλου τι κοστίζει η πρόληψη και πότε πρέπει να αρχίσει η πρόληψη, συνέχισε η κ. Λινού και πρόσθεσε πως κατά την προσωπική της γνώμη η πρόληψη και η προαγωγή υγείας θα πρέπει να ξεκινάει από τη σύλληψη του ανθρώπου. Η επικέντρωση της ιατρικής και της δημόσιας υγείας πρέπει να αλλάξει από τη θεραπεία στην πρόληψη και προαγωγή υγείας, υπογράμμισε η ομιλήτρια.

Η βασική ανάγκη στη χώρα μας αυτή τη στιγμή είναι ότι δεν έχουμε καμία πανεπιστημιακή σχολή που να μιλάει για προαγωγή υγείας και να διδάσκει προαγωγή υγείας και πρόληψη, κατέληξε η κ. Λινού και πρότεινε τη δημιουργία σχολών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και δημόσιας υγείας σε κάθε μεγάλο πανεπιστήμιο και την εκπαίδευση όλων των επαγγελματιών που ασχολούνται με άλλους ανθρώπους, και κυρίως των ιατρών και των εκπαιδευτικών, στην πρόληψη και προαγωγή υγείας.

Η ολιστική αντιμετώπιση των χρονίων νοσημάτων αποτελεί τον σκληρό πυρήνα του κοινωνικού κράτους, παρατήρησε ο κ. Τσίμαρης. Αντιμετωπίζοντας την πρόκληση των χρονίων νοσημάτων, θα δείξουμε πως μπορούμε, ως κοινωνία και ως κράτος, να μειώσουμε τις ανισότητες, να αλλάξουμε το μοντέλο διαβίωσης, να αλλάξουμε πρότυπα, να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητα και να βελτιώσουμε το κοινωνικό κράτος.

Αν επιχειρήσουμε να προετοιμάσουμε το σύστημα ώστε να διαχειριστεί τη χρόνια νοσηρότητα ως υποπροϊόν, ανέφερε ο κ. Αθανασάκης, στο τέλος της ημέρας θα έχουμε φτιάξει ένα καλύτερο σύστημα. Γιατί, για να εντοπίσεις και να διαχειριστείς έγκαιρα τη χρόνια νοσηρότητα, χρειάζεται να φτιάξεις μια σειρά από πολιτικές, οι οποίες ξεκινούν από τη νεογνική ηλικία και περιλαμβάνουν συμπεριφορικά ζητήματα, γρήγορη διάγνωση, έγκαιρη αντιμετώπιση, αποκατάσταση και κάλυψη πολλαπλών αναγκών – και όλο αυτό σε ένα περιβάλλον δεδομένων με τα καινούργια ψηφιακά εργαλεία και καλύτερο σε επαγγελματίες της υγείας. Στην πραγματικότητα, με τον τρόπο αυτό, καταφέρνεις να φτιάξεις ένα πιο συνεκτικό σύστημα υγείας, με ενδεχομένως πιο δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στις βαθμίδες της φροντίδας, κάτι που απαιτείται για να μπορούμε να έχουμε συνέχεια της φροντίδας.

Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, κανένα σύστημα υγείας δεν είναι ισχυρό αν δεν είναι προσανατολισμένο στη χρόνια φροντίδα, σχολίασε η κ. Μακαντάση, και αυτό είναι το στοίχημα που καλούμαστε όλοι συλλογικά να κερδίσουμε.