Η οικονομία και το κοινωνικό κράτος σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον – Σ.Τ.

Η αναγνώριση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει μία κοινωνία αποτελεί το πρώτο καίριας σημασίας βήμα προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισής τους. Στη Στρογγυλή Τράπεζα που συντόνισε η δημοσιογράφος κ. Κάκη Μπαλή συζητήθηκαν οι σοβαρές προκλήσεις που δημιουργούν οι συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες και ανάγκες των πληθυσμών για την οικονομία, τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας και των ασφαλιστικών ταμείων, τη χρηματοδότηση των κοινωνικών προγραμμάτων και, εν τέλει, την κοινωνική συνοχή. Τέλος, διατυπώθηκαν πολλές ενδιαφέρουσες προτάσεις για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων.

 

 

Η κοινωνική συνοχή στην ελληνική κοινωνία

Το γεγονός ότι τα ελληνικά νοικοκυριά επέδειξαν και επιδεικνύουν σε έναν βαθμό μια ανθεκτικότητα απέναντι στις πιέσεις που πυροδότησε το πλέγμα των συνεχών κρίσεων, ανέφερε ο κ. Δημήτρης Παρσάνογλου, Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Ε.Κ.Π.Α., αποτελεί έναν δείκτη σχετικής κοινωνικής συνοχής. Η ανθεκτικότητα αυτή, σε στοιχειακό επίπεδο, ασφαλώς στηρίχθηκε στα γνωστά και μη εξαιρετέα οικογενειακά και άλλα δίκτυα κοινωνικής αλληλοϋποστήριξης για τα οποία φημίζονται όλες οι μεσογειακές κοινωνίες, ανάμεσά τους και η ελληνική.

Σε μακρο-επίπεδο, ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένες σημαντικές και επίμονες προκλήσεις. Τα δεδομένα σχετικά με τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού δείχνουν ότι, παρά την πρόοδο που σημειώθηκε την τελευταία δεκαετία, πάνω από το ένα τέταρτο του πληθυσμού (26,9%) εξακολουθεί να βρίσκεται σε κατάσταση κίνδυνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Το ποσοστό αυτό τοποθετεί τη χώρα μας στη δεύτερη θέση πανευρωπαϊκά, πίσω από τη Βουλγαρία, η οποία υπερβαίνει το 30%. Όπως είναι λογικό, οι πλέον ευάλωτες κατηγορίες, τουλάχιστον ως προς το καθεστώς απασχόλησης, είναι οι άνεργοι / άνεργες και οι μη οικονομικά ενεργοί/ ενεργές, που υπερβαίνουν το 80% του πληθυσμού 18 ετών και άνω και κινδυνεύουν από φτώχεια. Επομένως, η κοινωνική συνοχή στη χώρα μας διέπεται από σημαντική επισφάλεια.

Ένα ζήτημα, το οποίο απασχολεί σήμερα έντονα την ελληνική κοινωνία και πολλές άλλες κοινωνίες, είναι το λεγόμενο «γκριζάρισμα» των κοινωνιών, η έντονη τάση δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού σε όλες τις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες. Το δημογραφικό πρόβλημα σχετίζεται με πολλαπλές όψεις της κοινωνικής πολιτικής και του κοινωνικού κράτους, συμπεριλαμβανομένης και της υγείας. Η αύξηση του μεριδίου των ηλικιωμένων ανθρώπων στο σύνολο του πληθυσμού απαιτεί επανασχεδιασμό των προτεραιοτήτων της κοινωνικής πολιτικής και της κατανομής των προσφερόμενων υπηρεσιών περίθαλψης και φροντίδας.

Μία έρευνα που διεξήχθη το 2015-2018, στο πλαίσιο ενός ερευνητικού προγράμματος που εστίαζε στην εργασιακή ανασφάλεια των νέων, πέρα από την ποσοτική αποτύπωση των ασύμμετρων συνεπειών της οικονομικής κρίσης στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, περιλάμβανε και μία ποιοτική έρευνα με τρεις κοόρτες, άτομα 20-25 ετών, 40-45 και 60-65. Αυτό που διαπιστώθηκε ήταν ότι τις περισσότερες προκλήσεις αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι που ήταν μικροί ακόμα για να βγουν στη σύνταξη και πολύ μεγάλοι για να βρουν νέα εργασία, καθώς οι νέοι διέθεταν και διαθέτουν πάντα και την προοπτική της αποδημίας και της εύρεσης εργασίας σε κάποια άλλη χώρα. Η φυγή των νέων, που επιβαρύνει την ούτως ή άλλως επιβαρυμένη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας και στον πληθυσμό εν γένει, αποκαλύπτει μια άλλη όψη του δημογραφικού προβλήματος με το οποίο είναι αντιμέτωπη η χώρα. Η απώλεια αυτή ανθρώπινου κεφαλαίου δεν προκύπτει τυχαία, αλλά σχετίζεται με την επίμονα δυσανάλογη και εν τέλει αναντίστοιχη ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου σε σχέση με την επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο από την πλευρά της αγοράς εργασίας. Στην πραγματικότητα, τόνισε ο ομιλητής, το ανθρώπινο δυναμικό δεν έχει θεωρηθεί ποτέ στοιχείο επένδυσης στην ελληνική αγορά εργασίας.

Η συζήτηση γύρω από το δημογραφικό πρόβλημα, ωστόσο, περιλαμβάνει πολλές φορές τη μετανάστευση και από την αντίθετη φορά, συνήθως ως μια δυνατότητα ορθολογικής αντιμετώπισης της γήρανσης του πληθυσμού και διόρθωσης εν μέρει της σχέσης εργαζομένων-συνταξιούχων. Ο αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων με σχετικά μικρή ή καθόλου αυτονομία αυξάνει και την ανάγκη για ανθρώπους που παρέχουν υπηρεσίες φροντίδας σε ηλικιωμένα άτομα, ένας τομέας στον οποίο γνωρίζουμε ότι οι μετανάστες υπερ-εκπροσωπούνται. Δεδομένων λοιπόν των αυξημένων αναγκών και δεδομένου ότι το «γκριζάρισμα» πλέον δεν αφορά μόνο τον ανεπτυγμένο παγκόσμιο Βορρά, αλλά όλο και μεγαλύτερα τμήματα και του αναπτυσσόμενου παγκόσμιου Νότου, είναι απαραίτητη η ορθολογική ανοιχτότητα σε μακρο-επίπεδο.

Η χώρα μας, υπογράμμισε ο κ. Παρσάνογλου, δεν είναι απαραίτητο να συνεχίσει να είναι ένας εξαιρετικά επισφαλής κρίκος στην παγκόσμια αλυσίδα φροντίδας (Global Care Chain), ιδίως όταν τα σημάδια δείχνουν ότι είναι πιθανό η προσφορά εργασίας που υπάρχει τώρα να μειωθεί δραστικά στο άμεσο μέλλον.

Βιωσιμότητα του ΕΣΥ και κοινωνικές ανισότητες υγείας

Στην εποχή μας, οι δύο σημαντικότερες προκλήσεις στον χώρο της υγείας είναι η βιωσιμότητα των εθνικών συστημάτων υγείας και οι κοινωνικές ανισότητες υγείας, ανέφερε κατά την έναρξη της ομιλίας του ο Ομότιμος Καθηγητής Ιατρικής και Διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής κ. Γιάννης Τούντας.

Σύμφωνα με τα ευρήματα δύο μελετών που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, οι βασικές αιτίες των δύο αυτών προκλήσεων είναι η γήρανση του πληθυσμού, το δημογραφικό πρόβλημα, το νέο νοσολογικό πρότυπο που έχει δημιουργηθεί (με την αύξηση των χρονίων νοσημάτων, τις επιδημίες του καρκίνου και των ψυχικών νοσημάτων, τις νέες αναδυόμενες επιδημίες όπως ο COVID, την επιδημία της παχυσαρκίας), καθώς και το αυξανόμενο κόστος περίθαλψης λόγω της ολοένα πιο ακριβής ιατροφαρμακευτικής τεχνολογίας. Οι τρεις αυτές συνιστώσες που χαρακτηρίζουν την περίοδο που διανύουμε, σε συνδυασμό, έχουν ως αποτέλεσμα δύο κυρίως φαινόμενα: την αύξηση της ζήτησης υπηρεσιών υγείας και κατά συνέπεια την αύξηση των δαπανών που απαιτούνται για να ικανοποιηθεί η αυξημένη ζήτηση. Τα δύο αυτά φαινόμενα απειλούν τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας παγκοσμίως.

Στη χώρα μας, η συνολική δαπάνη για την υγεία, που κυμαίνεται γύρω στο 8%, είναι λίγο πιο κάτω από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Το κύριο πρόβλημα ωστόσο στην Ελλάδα, υπογράμμισε ο ομιλητής, είναι η κατανομή αυτού του 8% ανάμεσα στις δημόσιες και τις ιδιωτικές δαπάνες (5,5% και 2,5%, αντίστοιχα). Το υψηλό ποσοστό ιδιωτικών δαπανών στη χώρα μας διαλύει τον μύθο περί δωρεάν και καθολικής κάλυψης του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Αυτή η δυσμενής ιδιαιτερότητα της χώρας μας αποτελεί και τη βασική αιτία αφενός του κινδύνου βιωσιμότητας που τίθεται για το ΕΣΥ, λόγω της χαμηλής χρηματοδότησης από τις δημόσιες δαπάνες, αφετέρου των μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων που προκύπτουν λόγω του υψηλού ποσοστού ιδιωτικών δαπανών.

Όσον αφορά στις ανισότητες, τα δεδομένα της μελέτης που διεξήχθη έδειξαν πως σε ένα 10% των νοικοκυριών η δαπάνη υγείας υπερβαίνει το επίπεδο που είναι ανεκτό για να είναι βιώσιμα τα οικονομικά ενός νοικοκυριού. Με βάση το επίπεδο εκπαίδευσης, που στη χώρα μας είναι πιο έγκυρο κριτήριο από το εισόδημα όταν θέλουμε να κάνουμε κοινωνική διαστρωμάτωση, συνέχισε ο κ. Τούντας, διαπιστώνουμε πως η διαφορά στο προσδόκιμο ζωής μεταξύ αυτών που έχουν ανώτερη εκπαίδευση και αυτών που έχουν κατώτερη εκπαίδευση ανέρχεται σε 2,5 χρόνια, ενώ επιπλέον στην ερώτηση αν έχουν πολύ καλή υγεία θετικά απαντούν 36% των ατόμων με ανώτερη εκπαίδευση έναντι 17% των ατόμων με χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης. Στην ύπαρξη χρονίων νοσημάτων η διαφορά είναι επίσης μεγάλη, καθώς χρόνια νοσήματα αναφέρονται από 15% των ατόμων με ανώτερη εκπαίδευση έναντι 43% των λιγότερων εκπαιδευμένων, ενώ μη ικανοποιούμενες ανάγκες υγείας αναφέρει 3,2% των πιο εκπαιδευμένων και 11% από τους λιγότερο εκπαιδευμένους. Οι τεράστιες αυτές διαφορές αποτελούν ουσιαστικά μία βόμβα στα θεμέλια του κοινωνικού κράτους στη χώρα μας, τόνισε ο Καθηγητής.

Διατυπώνοντας στη συνέχεια ορισμένες προτάσεις για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι προκλήσεις αυτές, ο κ. Τούντας αναφέρθηκε σε:

  • Αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης του συστήματος υγείας, με αναθεώρηση των προτεραιοτήτων του κρατικού προϋπολογισμού και ενδεχομένως θέσπιση ενός κοινωνικού ΦΠΑ και αξιοποίησης της ιδιωτικής ασφάλισης στα δημόσια νοσοκομεία.
  • Μείωση της σπατάλης, που προκύπτει από την υπολειτουργία αρκετών δομών υγείας καθώς και από το γεγονός πως το ΕΣΥ είναι το μόνο ευρωπαϊκό εθνικό σύστημα υγείας χωρίς δική του κεντρική διοίκηση.
  • Υλοποίηση, έστω και καθυστερημένα, ενός οργανωμένου συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, το οποίο θα βοηθούσε πάρα πολύ στην αποσυμφόρηση των νοσοκομείων και στη μείωση του νοσοκομειακού κόστους.
  • Ενίσχυση της πρόληψης, για την οποία τα τελευταία χρόνια γίνεται μια σημαντική προσπάθεια.
  • Αξιοποίηση της νέας τεχνολογίας, για την οποία επίσης γίνονται βήματα με την ψηφιακή υγεία χάρη και στο Ταμείο Ανάκαμψης.
  • Στοχευμένες πολιτικές, καθώς οι κοινωνικές ανισότητες δεν αντιμετωπίζονται με οριζόντιες πολιτικές, οι οποίες κατά παράδοση ασκούνται στην Ελλάδα, αλλά με κάθετες πολιτικές, με εισοδηματικά κριτήρια.

Για να μπορέσουμε να έχουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα, ολοκλήρωσε την παρέμβασή του ο Καθηγητής, είναι απαραίτητο να υιοθετήσουμε ουσιαστικά μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση από αυτή που έχουμε σήμερα.

Κοινωνική πολιτική, κράτος πρόνοιας και οικονομία

Τη σκυτάλη των ομιλιών έλαβε ο κ. Πάνος Τσακλόγλου, Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών & Μέλος του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος ξεκίνησε την τοποθέτησή του αναφέροντας πως το κράτος πρόνοιας είναι μια δυναμική έννοια, καθώς οι ανάγκες του πληθυσμού μεταβάλλονται στον χρόνο και καλείται να καλύψει όχι μόνο τις παλιές αλλά και τις αναδυόμενες ανάγκες, γεγονός που δημιουργεί πρόβλημα χρηματοδότησης.

Ο ρυθμός ανάπτυξης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη χρηματοδότηση, υπογράμμισε ο ομιλητής. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους, η αύξηση του ΑΕΠ εξαρτάται από 3 συνιστώσες: κεφάλαιο, εργασία και, το πιο σημαντικό, αυτό που αποκαλείται total factor productivity (ολική παραγωγικότητα), κάτι στο οποίο παραδοσιακά η χώρα μας δεν έχει καλές επιδόσεις. Όσον αφορά στις επενδύσεις που έχουμε αυτή τη στιγμή στη χώρα μας, συνέχισε, υπολείπονται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ωστόσο σταδιακά αυξάνονται, ενώ παράλληλα βλέπουμε βελτίωση στη δομή των επενδύσεων την οποία έχουμε, η οποία πραγματικά μπορεί να βοηθήσει το ΑΕΠ.

Το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα, καθώς και όλο και περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες, εντοπίζεται στην αγορά εργασίας. Στη χώρα μας, υπάρχουν, ωστόσο, ακόμη ανεκμετάλλευτες δεξαμενές, επισήμανε ο κ. Τσακλόγλου, καθώς το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό 4 ομάδων του πληθυσμού -νέοι, γυναίκες, άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και άτομα με αναπηρίες- είναι πολύ χαμηλότερο συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ήδη έχουν εφαρμοσθεί πολιτικές και για τις τέσσερις αυτές ομάδες, με ορισμένες από αυτές να αποδίδουν θεαματικά αποτελέσματα.

Κάποια στιγμή ωστόσο οι δεξαμενές αυτές εξαντλούνται και εκεί ανοίγει το ζήτημα της μετανάστευσης. Τα χαρακτηριστικά της επιτυχημένης μετανάστευσης, ανέφερε ο κ. Τσακλόγλου, είναι δύο: Το ένα είναι ότι τα προσόντα των μεταναστών πρέπει να είναι συμπληρωματικά προς τα προσόντα του εγχώριου εργατικού δυναμικού, κάτι που στη χώρα μας συμβαίνει, και το δεύτερο, που είναι αρκετά πιο δύσκολο και απαιτεί περισσότερη προσπάθεια, είναι η ανάγκη να επιτευχθεί και κοινωνική ενσωμάτωση των μεταναστών.

Στην αγορά εργασίας, συνέχισε ο ομιλητής, παρατηρείται ασυμφωνία μεταξύ αυτού που ζητούν οι επιχειρήσεις και αυτού που παράγει το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Επομένως, αφενός χρειάζονται κάποιες προσαρμογές στο εκπαιδευτικό σύστημα, αφετέρου απαιτείται διαρκής προσπάθεια κατάρτισης και επανακατάρτισης του εργατικού δυναμικού. Σε αυτό το πλαίσιο, το κράτος πρόνοιας παίζει έναν τριπλό και πολύ σημαντικό ρόλο: πρώτον, να παρέχει προστασία σε ευάλωτα στρώματα του πληθυσμού, δεύτερον, να παρέχει κίνητρα για συμμετοχή στην αγορά εργασίας και, τρίτον, να παρέχει τα μέσα για τη βελτίωση της ποιότητας του ανθρώπινου δυναμικού μας, του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας.

Μέσα σε όλα αυτά, το δημογραφικό πρόβλημα προφανώς αποτελεί μία πολύ μεγάλη πρόκληση. Σύμφωνα, ωστόσο, με το Aging Report, μια πολύ αναλυτική μελέτη που δημοσιεύει η Ευρωπαϊκή Ένωση κάθε τρία χρόνια και εξετάζει τις δημογραφικές συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού σε τέσσερις τομείς -συντάξεις, μακροχρόνια φροντίδα, υγεία και εκπαίδευση- αν η Ελλάδα εφαρμόσει τις πολιτικές τις οποίες έχει ήδη ψηφίσει, θα τα καταφέρει.

Σήμερα, το διεθνές πλαίσιο είναι δυσμενές, παρατήρησε ο κ. Τσακλόγλου, καθώς παρατηρείται αφενός ανάσχεση της παγκοσμιοποίησης, η οποία έσωσε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων από την ακραία φτώχεια, αφετέρου περιορισμός του διεθνούς εμπορίου. Μία πρόσθετη πολύ σημαντική απειλή είναι επίσης η κλιματική αλλαγή, η οποία αποτελεί ένα πρόβλημα που λύνεται μόνο σε παγκόσμιο επίπεδο, δυστυχώς ωστόσο οι τάσεις φαίνεται να δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Η χώρα μας καλείται να κάνει προσαρμογές προκειμένου να μπορέσει να αντιμετωπίσει με επιτυχία όλες αυτές τις προκλήσεις, ανέφερε ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του ο κ. Τσακλόγλου. Έχουν γίνει βήματα, ωστόσο η προσπάθεια είναι αναγκαίο να συνεχισθεί.

Δημοσιονομική βιωσιμότητα

Ο κ. Γιώργος Χουλιαράκης, Οικονομικός Σύμβουλος της Διοίκησης στηνΤράπεζα της Ελλάδος και πρώην Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, παρουσίασε τις πιέσεις που αναμένεται να ασκηθούν στον προϋπολογισμό και στη δημοσιονομική βιωσιμότητα εντός της επόμενης δεκαετίας, τις προκλήσεις που, κατά συνέπεια, θα κληθεί να διαχειριστεί το κοινωνικό κράτος, αλλά και κάποιες προτάσεις διαχείρισης αυτών των προκλήσεων προκειμένου να περιφρουρηθεί και να ενισχυθεί περαιτέρω η κοινωνική προστασία.

Η δημοσιονομική βιωσιμότητα θα κληθεί να αντιμετωπίσει εντός της επόμενης δεκαετίας τουλάχιστον πέντε μεγάλες προκλήσεις, ανέφερε ο ομιλητής.

Η πρώτη προέρχεται από το ασφαλιστικό σύστημα, καθώς η Ελλάδα συνεχίζει να κατευθύνει περίπου 15% του ΑΕΠ ή 30% των πρωτογενών δαπανών του προϋπολογισμού στις συντάξεις. Παρότι οι αναλογιστικές μελέτες, το Aging Report, δείχνουν ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα είναι βιώσιμο, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει απειλές, μία εκ των οποίων προέρχεται από τις πηγές χρηματοδότησης. Υπάρχει μια μεγάλη κατηγορία εργαζομένων, ελευθέρων επαγγελματιών, εξήγησε ο κ. Χουλιαράκης, που επιλέγουν να καταβάλλουν πολύ μικρές ασφαλιστικές εισφορές. Αποτέλεσμα αυτής της τάσης είναι ότι οι συντάξεις που θα έχουν τη δυνατότητα να εισπράξουν, σε μία δεκαετία ή δεκαπενταετία, θα είναι εξαιρετικά χαμηλές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα κοινωνικό πρόβλημα μετατρέπεται σε πολιτικό πρόβλημα, καθώς ο προϋπολογισμός θα κληθεί να καλύψει το κενό που δημιουργείται, με προνοιακά επιδόματα και σημαντική αύξηση της κατώτατης σύνταξης.

Δεύτερη μεγάλη πρόκληση είναι οι δαπάνες υγείας, όπου διαπιστώνονται τρεις διαφορετικές τάσεις: Η πρώτη είναι προφανώς η δυσμενής τάση στο δημογραφικό, η δεύτερη είναι η σταδιακή αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η τρίτη τάση είναι το γεγονός ότι, ακριβώς επειδή ο πληθυσμός γηράσκει, όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αντιμετωπίζει πολλαπλά χρόνια προβλήματα. Και παράλληλα, νέες θεραπείες και νέα φάρμακα κοστίζουν πολύ περισσότερο από ό,τι κόστιζαν ίσως τα προηγούμενα χρόνια.

Τρίτη μεγάλη πρόκληση είναι οι δαπάνες που προκύπτουν από το ορθό αίτημα της πραγματικής σύγκλισης της χώρας με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο σε όρους κατά κεφαλήν ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Η προσπάθεια να μπει η χώρα μας σε δυναμική σύγκλισης προϋποθέτει κυρίως επενδύσεις. Τα τελευταία χρόνια είχαμε το προνόμιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο ωστόσο λήγει το 2026, επομένως, θα πρέπει να αντικατασταθεί, ώστε η δυναμική των επενδύσεων να συνεχίσει να αυξάνεται από το 15% που βρίσκεται σήμερα προς τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.

Τέταρτη πρόκληση είναι το δημόσιο χρέος της χώρας. Με την πάροδο του χρόνου, σταδιακά όλο και μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους θα αναχρηματοδοτείται μέσω των αγορών. Αυτό σημαίνει σταδιακή αύξηση του κόστους αναχρηματοδότησης από ένα εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο που βρίσκεται σήμερα, περίπου 1,5%, σε επίπεδα που προσδιορίζει πλέον η αγορά. Κατά συνέπεια, θα αυξηθεί και το μέρος του προϋπολογισμού που θα πρέπει να πηγαίνει για αποπληρωμή τόκων.

Τέλος, η πέμπτη μεγάλη πρόκληση αφορά στις αμυντικές δαπάνες, που είναι ήδη πάρα πολύ υψηλές, κοντά στην περιοχή του 4%, αλλά ασκείται πίεση να αυξηθεί στο 5%.

Για να μπορέσει η χώρα μας να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις αυτές, πρότεινε ο κ. Χουλιαράκης, θα πρέπει να θέσει πέντε βασικές προτεραιότητες:

Πρώτον, να κάνουμε ό,τι μπορούμε ώστε να αυξήσουμε το δυνητικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν από την περιοχή του 1 με 1,5 στην περιοχή του 2. Για να το πετύχουμε, θα πρέπει να διατηρήσουμε έναν ρυθμό κρίσιμων μεταρρυθμίσεων για όλα τα επόμενα χρόνια και να βρούμε τρόπο να ενισχύσουμε τις δημόσιες δαπάνες εις βάρος των καταναλωτικών δαπανών του δημοσίου.

Δεύτερον, είναι πολύ σημαντικό να αυξήσουμε το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών, που είναι από τα πιο χαμηλά στην Ευρώπη, στην περιοχή του 50%, καθώς και τη μερική απασχόληση των γυναικών. Ασφαλώς αυτό χρειάζεται υποδομές, παιδικούς σταθμούς, κοινωνική υποστήριξη.

Τρίτη προτεραιότητα είναι η περαιτέρω καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, στην οποία έχουν γίνει σημαντικά βήματα την τελευταία δεκαετία, αλλά υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος.

Τέταρτη προτεραιότητα είναι η διατήρηση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας, που είναι σημαντική για να διατηρούμε το κόστος δανεισμού χαμηλό και να δημιουργούμε χώρο για κοινωνικές δαπάνες.

Και τέλος, η πέμπτη προτεραιότητα, κατέληξε ο κ. Χουλιαράκης, περιλαμβάνει την αύξηση των φορολογικών εσόδων ώστε να ενισχύσουμε στοχευμένες δαπάνες, όπως τις δαπάνες του κοινωνικού κράτους, με την επιβάρυνση των σημαντικά πιο εύπορων συμπολιτών μας.

Συζήτηση

Η συζήτηση που ακολούθησε εστίασε στο ζήτημα της μακροχρόνιας φροντίδας, το οποίο καθίσταται όλο και πιο επιτακτικό δεδομένης της αυξανόμενης γήρανσης του πληθυσμού. Το ζήτημα αυτό αποτελεί σημαντική συνιστώσα του κοινωνικού κράτους, ενώ επιπλέον συνδέεται στενά και με τη μετανάστευση, παρατήρησε η κ. Μπαλή και κάλεσε τους ομιλητές να καταθέσουν τις απόψεις τους.

Η ανάγκη για μακροχρόνια φροντίδα αυξάνεται εκθετικά στις γηράσκουσες κοινωνίες, ανέφερε ο κ. Τούντας. Υπάρχουν πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να γίνουν και που θα πρέπει να είχαν ήδη γίνει, συνέχισε. Θα έπρεπε να υπάρχει οργανωμένη μετανοσοκομειακή φροντίδα, που δεν έχουμε στη χώρα μας. Θα έπρεπε να υπάρχουν μονάδες για χρόνιους ασθενείς, ώστε να μπορούν να αποσυμφορηθούν τα νοσοκομεία και έτσι να μειωθεί και η νοσοκομειακή δαπάνη. Θα πρέπει επίσης να εκπαιδεύσουμε προσωπικό, αλλά και να κάνουμε κοινωνική πολιτική για να στηρίξουμε τις οικογένειες που έχουν ανάγκη.

Από όλες τις δαπάνες που καλύπτει το Aging Report, συμπλήρωσε ο κ. Τσακλόγλου, εκεί που έχουμε τη μεγαλύτερη αβεβαιότητα από όλες είναι στην κοινωνική φροντίδα. Πρόκειται για μία μεγάλη ανάγκη, η οποία θα αυξάνεται με το πέρασμα των χρόνων. Ο σχεδιασμός πολιτικών για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Θα πρέπει να αποφασισθεί εάν θα θέσουμε ως στόχο την Υγιή Γήρανση (Healthy Aging), εάν θα χρηματοδοτηθεί από το κράτος πρόνοιας ή εάν θα είναι κάτι στο οποίο θα έχουμε και ατομική συνεισφορά. Από την άλλη, αυτή τη στιγμή, τη φροντίδα αναλαμβάνουν ουσιαστικά ανειδίκευτα άτομα, αργά ή γρήγορα, ωστόσο, θα χρειαστούμε και κάποια ειδίκευση.

Σήμερα, υπάρχουν πάρα πολλές θέσεις εργασίας που δεν καλύπτονται εύκολα γιατί δεν αμείβονται καλά, σχολίασε η κ. Μπαλή και ρώτησε τον κ. Χουλιαράκη κατά πόσο θα ήταν εφικτό να αυξηθούν οι αμοιβές.

Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι ταυτόχρονα πολύ δύσκολη και πολύ εύκολη, απάντησε ο κ. Χουλιαράκης. Είναι πολύ εύκολη, γιατί όλοι γνωρίζουμε πως δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, χρειάζονται πόροι. Και για να μεταφέρεις πόρους από μία χρήση σε μία άλλη, κάποιος άλλος θα εισπράξει λιγότερα. Πρέπει κάποια στιγμή να σκεφτούμε εκ νέου τον τρόπο που κατανέμονται οι πόροι. Οι λύσεις ουσιαστικά είναι τρεις. Η πρώτη, ο δανεισμός, προφανώς αποκλείεται γιατί η χώρα έχει πολύ υψηλό χρέος και έχει την υποχρέωση να το διατηρήσει σε βιώσιμη τροχιά, μειούμενη. Η δεύτερη λύση είναι η ταχύτερη αύξηση του ΑΕΠ ώστε να δημιουργούνται φορολογικά έσοδα. Και η τρίτη λύση είναι η αύξηση της φορολογίας στην κατηγορία των συμπολιτών μας που μπορεί να σηκώσει λίγο μεγαλύτερο βάρος. Η φορολογία θα πρέπει, ωστόσο, να συνδέεται με συγκεκριμένες χρήσεις και να επιβλέπεται με τρόπο απολύτως διαφανή, ώστε να είναι πιο εύκολα αποδεκτή.

Στο ζήτημα, ωστόσο, της φροντίδας, θα πρέπει να αναλογισθούμε πως στη χώρα μας υπάρχουν και περίπου 200.000 οικογένειες που φροντίζουν σε μεγάλο βαθμό μόνες τα ηλικιωμένα μέλη τους που έχουν χρόνια προβλήματα υγείας. Το κόστος το υφίστανται οι ίδιες οι οικογένειες, καθώς μέλη της οικογένειας μένουν έξω από την αγορά εργασίας προκειμένου να φροντίζουν τους οικείους τους. Υπάρχει άραγε τρόπος να βοηθήσουμε αυτές τις οικογένειες, ρώτησε ο κ. Χουλιαράκης τον κ. Τούντα.

Θα μπορούσαμε να τις βοηθήσουμε, απάντησε ο κ. Τούντας, αν είχαμε οργανωμένη πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Ας μην ξεχνάμε πως η ΠΦΥ, στη διακήρυξή της, είχε τρεις βασικούς στόχους, προτεραιότητες ή τομείς: τον τομέα της θεραπείας, τον τομέα της πρόληψης και τον τομέα της κοινωνικής φροντίδας. Αν αυτό το είχαμε εμπεδώσει και το είχαμε αναπτύξει, έστω και καθυστερημένα, θα απαντούσαμε σε ένα σημαντικό βαθμό στο θέμα που αντιμετωπίζουν αυτές οι οικογένειες.

Διατυπώθηκαν αρκετές και ενδιαφέρουσες προτάσεις, παρατήρησε η κ. Μπαλή και ρώτησε τον κ. Παρσάνογλου εάν πιστεύει ότι ένα μείγμα αυτών των προτάσεων θα μπορούσε να συμβάλει στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.

Το βασικό που χρειάζεται για να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή, απάντησε ο κ. Παρσάνογλου, είναι μια σχετική ευελιξία και να μπορέσει το κράτος να δει τις πραγματικότητες που υπάρχουν στην κοινωνία, αντί να παρακολουθεί από μακριά τις εξελίξεις. Αυτές οι 200.000 οικογένειες, στις οποίες αναφέρθηκε ο κ. Χουλιαράκης, βρίσκουν τρόπους να παρέχουν φροντίδα στα ηλικιωμένα μέλη τους. Χρέος του κοινωνικού κράτους είναι να σκεφτεί πώς μπορεί να ενσωματώσει και να στηρίξει αυτούς τους τρόπους.