Ο εμβολιασμός ως κεντρική στρατηγική δημόσιας υγείας

Ο εμβολιασμός, που βρίσκεται στον πυρήνα των στρατηγικών για τη δημόσια υγεία, είναι ένα θέμα που παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο, ιδίως σήμερα που η ενασχόληση με τα θέματα δημόσιας υγείας έχει αυξηθεί σημαντικά τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο λόγω της πρόσφατης -αιφνιδιαστικής για όλους- εμπειρίας της πανδημίας.

Αν θέλουμε να αναδείξουμε, να ενισχύσουμε τον εμβολιασμό και να τον καταστήσουμε κεντρική στρατηγική δημόσιας υγείας, ανέφερε ο Καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συντονιστής της συνεδρίας κ. Κυριάκος Σουλιώτης κατά την εισαγωγή του, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι οπτικές του ζητήματος -η οπτική της πολιτικής υγείας, των οικονομικών της υγείας, των ιατρών, της φαρμακοβιομηχανίας που παράγει τα εμβόλια, καθώς και η οπτική της κεντρικής διοίκησης, του υπουργείου υγείας- και να αναζητηθούν συνεργατικές λύσεις.

Παρουσιάζοντας ερευνητικά ευρήματα σχετικά με το πώς επηρεάσθηκαν η ψυχοκοινωνική ισορροπία και οι αντιλήψεις του πληθυσμού για τον κορωνοϊό και τον εμβολιασμό κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ο κ. Σουλιώτης επισήμανε πως η ελλιπής επικοινωνία μεγάλου μέρους του πληθυσμού με τους ιατρούς και επαγγελματίες υγείας, κατά το πρώτο κύμα κυρίως της πανδημίας, είχε ως αποτέλεσμα να αναπτυχθούν και να υιοθετηθούν παράλογες θεωρίες συνωμοσίας, ενώ επιπλέον οι στάσεις και συμπεριφορές του πληθυσμού επηρεάσθηκαν από τη σταδιακή μείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς, καθώς η απειλή της πανδημίας συνεχιζόταν.

Μείωση σημειώθηκε ωστόσο κατά τη διάρκεια της πανδημίας και στην εμπιστοσύνη του πληθυσμού στα εμβόλια, συνέχισε ο καθηγητής, αναφέροντας ότι μεταξύ Οκτωβρίου 2019 και Οκτωβρίου του 2020 το ποσοστό πολιτών που υποστήριζε ότι ο εμβολιασμός πρέπει να είναι υποχρεωτικός μειώθηκε από 85% σε 74%. Πρόκειται μάλιστα για μία παράδοξη μείωση, συμπλήρωσε, καθώς το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού ήταν αυτό που ουσιαστικά μας βοήθησε να βγούμε από την πανδημία, και προφανώς θα πρέπει να βρεθούν λύσεις για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη και κατά συνέπεια η συμμόρφωση του πληθυσμού στα εμβολιαστικά προγράμματα.

Συμπεριφορική επιστήμη και εμβολιασμός

Τη σκυτάλη έλαβε ο Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στο Τμήμα Πολιτικής Υγείας του London School of Economics and Political Science κ. Ηλίας Κυριόπουλος, ο οποίος αναφέρθηκε στη συμπεριφορική επιστήμη και τη σημασία της για την ανάπτυξη αποτελεσματικών πολιτικών δημόσιας υγείας.

Η απόφαση εμβολιασμού προφανώς επηρεάζεται από παράγοντες όπως η ενημέρωση και οι ανησυχίες για την ασφάλεια των εμβολίων, αλλά επηρεάζεται σημαντικά και από έναν παράγοντα που στα οικονομικά ονομάζεται γνωσιακές προκαταλήψεις, υπογράμμισε ο κ. Κυριόπουλος, αναφέροντας ενδεικτικά ότι οι άνθρωποι γενικά τείνουν να πιστεύουν τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν τις προηγούμενες πεποιθήσεις τους, να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση σε αρνητικές πληροφορίες και να πιστεύουν ότι οι αρνητικές επιπτώσεις της δράσης, όπως του εμβολιασμού, είναι συνήθως χειρότερες από αυτές της μη δράσης.

Παρουσιάζοντας ένα μοντέλο για τον τρόπο που αποφασίζουν οι άνθρωποι σχετικά με τον εμβολιασμό τους, ο καθηγητής έδωσε έμφαση στα πρακτικά ζητήματα που σχετίζονται με τη διαθεσιμότητα των εμβολίων, το κόστος, την ποιότητα των υπηρεσιών και την ικανοποίηση από αυτές, τα κίνητρα, την ευκολία πρόσβασης κ.λπ., και επισήμανε ότι η εμβολιαστική πολιτική στον πυρήνα της θα πρέπει να απευθύνεται κυρίως στους ανθρώπους που για κάποιους λόγους διστάζουν να εμβολιασθούν, χωρίς ωστόσο να απορρίπτουν την αξία του εμβολιασμού.

Πολλοί άνθρωποι ενώ γνωρίζουν ότι το λογικό είναι να εμβολιασθούν, για διάφορους λόγους το αναβάλλουν συνεχώς, εξήγησε, κατά τον ίδιο τρόπο που ενώ γνωρίζουν ότι πρέπει να ασκούνται, να ακολουθούν υγιεινή διατροφή ή να διακόψουν το κάπνισμα για να είναι υγιείς, το μεταθέτουν για το μέλλον. Αυτή η ιδιαίτερα συνήθης συμπεριφορά, συνέχισε, ονομάζεται στη συμπεριφορική επιστήμη χρονικά ασυνεπείς προτιμήσεις.

Υπάρχουν ωστόσο διάφορες παρεμβάσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να λυθεί αυτό το πρόβλημα. Μία καλή επιλογή είναι, για παράδειγμα, η εφαρμογή συμπεριφορικών παρεμβάσεων, με την υλοποίηση μικρών αλλαγών στο περιβάλλον των ανθρώπων που θα «κλείσουν το κενό» μεταξύ απόφασης και δράσης, απομακρύνοντας τα εμπόδια και διευκολύνοντάς τα άτομα να πραγματοποιήσουν την απόφασή τους. Παραδείγματα από τη διεθνή εμπειρία δείχνουν ότι οι παρεμβάσεις αυτού του τύπου αυξάνουν σημαντικά τα ποσοστά εμβολιασμού, κατέληξε ο εισηγητής, και συνεπώς θα ήταν χρήσιμο να μελετηθεί η εφαρμογή τους σε πιο ευρεία βάση.

Η πρακτική υποστήριξη και διευκόλυνση των ατόμων ώστε να εμβολιασθούν θα μπορούσε να είναι καθοριστικής σημασίας και σαφώς πολύ καλύτερη λύση από την παροχή οικονομικών κινήτρων, καθώς είναι λάθος να περνάμε το μήνυμα ότι η ορθολογική συμπεριφορά μπορεί να εξαγοράζεται, σχολίασε ο κ. Σουλιώτης, ευχαριστώντας τον κ. Κυριόπουλο για την τοποθέτησή του.

Η οπτική των ιατρών

Δίνοντας την οπτική των κλινικών ιατρών, ο Παθολόγος – Λοιμωξιολόγος, Καθηγητής στην Ιατρική Σχολή Αθηνών του Ε.Κ.Π.Α., κ. Νικόλαος Σύψας, ο οποίος υπήρξε υπεύθυνος της Μονάδας Covid του Λαϊκού Νοσοκομείου, ανέφερε πως ο μαζικός εμβολιασμός του πληθυσμού και ο υποχρεωτικός εμβολιασμός των επαγγελματιών υγείας πριν από το δεύτερο κύμα της πανδημίας απέτρεψε την τραγωδία και τις καταστροφικές εικόνες που σημειώθηκαν στα νοσοκομεία κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος. Το κόστος του ιού κατά το πρώτο κύμα ήταν τεράστιο, υπογράμμισε ο καθηγητής, τόσο από τον ίδιο τον ιό όσο και από τις παράπλευρες απώλειες λόγω της μετατροπής πολλών κλινικών σε μονάδες Covid. Εάν διαθέταμε το εμβόλιο από την αρχή της πανδημίας, θα είχαν σωθεί πολλές ζωές και δεν θα είχαμε όλες αυτές τις επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, στην κοινωνία, στην ψυχολογία των ανθρώπων, αλλά και στην οικονομία.

Το παράδειγμα του Covid μας απέδειξε για μία ακόμη φορά την αξία του εμβολιασμού, παρατήρησε ο κ. Σύψας. Ο λόγος για τον οποίο η επιβίωση των ανθρώπων από προπολεμικά έως σήμερα έχει σχεδόν διπλασιασθεί οφείλεται σε δύο κυρίως παρεμβάσεις δημόσιας υγείας, την πρόσβαση σε καθαρό νερό και ποιοτική τροφή και στα εμβόλια.

Το εμβόλιο αποτελεί το μεγαλύτερο δώρο της επιστήμης στην ανθρωπότητα, δήλωσε ο εισηγητής. Τα προβλήματα και οι λόγοι που οδηγούν στην αμφισβήτηση της αξίας του εμβολιασμού συνδέονται καταρχάς με την άγνοια του κόσμου, αλλά και με τον λαϊκισμό, που δεν παρατηρείται φυσικά μόνο στη χώρα μας, αλλά και σε άλλες χώρες. Η ορθή και συνεχής ενημέρωση του πληθυσμού αποτελεί σημαντική για τη δημόσια υγεία ευθύνη της Πολιτείας, τόνισε ο κ. Σύψας, υπογραμμίζοντας ότι η διάδοση παραπλανητικών και ψευδών στοιχείων και η παραπληροφόρηση του πληθυσμού από τους λαϊκιστές οδηγεί στην περίπτωση αυτή σε απώλεια ανθρώπινων ζωών.

Για την ιατρική κοινότητα, τα εμβόλια αποτελούν ένα τεράστιας σημασίας όπλο όχι μόνο απέναντι στον Covid, αλλά και απέναντι σε όλα τα λοιμώδη νοσήματα, τις επιδημίες και τις πανδημίες. Η δεισιδαιμονία, η παραπληροφόρηση και ο λαϊκισμός που στέκονται εμπόδιο στην πλήρη αξιοποίησή του όπλου αυτού θα πρέπει να αντιμετωπισθούν με τη συνεργασία κοινωνίας, επιστήμης και Πολιτείας και με συνεχή ενημέρωση του πληθυσμού από την Πολιτεία, γιατί είναι θλιβερό να χάνονται στην εποχή μας ζωές από νοσήματα ιάσιμα.

Η πανδημία προσέφερε ωστόσο και κάποιες ευκαιρίες, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του ο κ. Σύψας, καθώς ο εμβολιασμός κατά του Covid μας έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσουμε για πρώτη φορά ποιοτικά εμβολιαστικά δεδομένα, αλλά και τις πλατφόρμες τις οποίες θα μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε και για τα υπόλοιπα εμβόλια.

Η τάση πολλών ανθρώπων να αμφισβητούν κάθε αυθεντία και να προτιμούν να ακούσουν και να εμπιστευθούν κάποιους που δεν έχουν καμία σχέση με το θέμα για το οποίο εκφράζουν άποψη αντί για τους ανθρώπους που έχουν ασχοληθεί με αυτό και το γνωρίζουν πραγματικά, σχολίασε ο κ. Σουλιώτης, αποτελεί σημαντικό πρόβλημα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπως η συγκεκριμένη, όπου το διακύβευμα είναι ανθρώπινες ζωές.

Η πλευρά της φαρμακοβιομηχανίας

Ο εμβολιασμός οφείλει να αποτελεί κεντρική στρατηγική δημόσιας υγείας, καθώς συνιστά μία από τις πιο οικονομικά αποδοτικές παρεμβάσεις δημόσιας υγείας, ξεκίνησε την εισήγησή της η κ. Βασίλεια Παπαγιαννοπούλου, Government Affairs & Market Access Director της GSK. Ένα από τα σημαντικότερα διδάγματα που αποκομίσαμε από την πρόσφατη πανδημία του Covid ήταν η αναγκαιότητα να υιοθετήσουν όλα τα κράτη μία ενιαία στον χρόνο στρατηγική διά βίου εμβολιασμού. Η λογική του διά βίου εμβολιασμού είναι ιδιαίτερα σημαντική λόγω της ταχείας γήρανσης του πληθυσμού, εξήγησε η ομιλήτρια, ενώ επιπλέον τα οφέλη του εμβολιασμού έχουν και σημαντικές οικονομικές προεκτάσεις τόσο για τα συστήματα υγείας όσο και για τις οικονομίες εν γένει, καθώς ένας υγιής και καθ’ όλα παραγωγικός πληθυσμός συμβάλλει τα μέγιστα στην οικονομία.

Για να μπορέσει ωστόσο να ενσωματωθεί η λογική του διά βίου εμβολιασμού στην αρχιτεκτονική των συστημάτων υγείας, συμβάλλοντας στην ανθεκτικότητα και βιωσιμότητά τους, επισήμανε η κ. Παπαγιαννοπούλου, θα πρέπει να γίνει ενδελεχής ανασκόπηση αφενός του πλαισίου λήψης αποφάσεων για τα εμβόλια αφετέρου του επιπέδου χρηματοδότησής τους.

Εστιάζοντας στον πρώτο πυλώνα, του πλαισίου λήψης αποφάσεων για τα εμβόλια, παρατηρούμε ωστόσο ότι στην Ευρώπη υπάρχει σημαντική ετερογένεια στις διαδικασίες που ακολουθούνται, με τις κυριότερες ανομοιογένειες να εντοπίζονται στους ρόλους των υφιστάμενων επιτροπών, στα κριτήρια λήψης απόφασης και στον χρόνο που μεσολαβεί μέχρι την αποζημίωση του εμβολίου.

Παραθέτοντας τα δεδομένα για τη χώρα μας, η ομιλήτρια ανέφερε πως η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα προόδου και αποτελεί σήμερα παράδειγμα προς μίμηση, καθώς διαθέτει ένα από τα πιο ανταγωνιστικά εμβολιαστικά προγράμματα από πλευράς πληρότητας αντιγόνων που περιλαμβάνει, έχει ένα διακριτό προϋπολογισμό για τα εμβόλια -αν και δεν έχει οριοθετηθεί στη βάση πραγματικών αναγκών- και εφαρμόζει μια σχετικά συνοπτική διαδικασία αξιολόγησης των εμβολίων, έχοντας επιπλέον εγκαταστήσει ένα ευνοϊκό σύστημα τιμολόγησης.

Στον αντίποδα και με γνώμονα πάντα τη χάραξη μιας καλά ενημερωμένης και εμπεριστατωμένης πολιτικής εμβολιασμού, είναι σημαντικό να τεθούν και στη χώρα μας σαφείς εμβολιαστικοί στόχοι, να αξιοποιηθούν τα εθνικά μητρώα, καθώς και η ψηφιοποίηση που επιτεύχθηκε στην περίοδο της πανδημίας και, φυσικά, να γίνει καλύτερη διασύνδεση των επιτροπών που είναι αρμόδιες για την αξιολόγηση των εμβολίων.

Στη χώρα μας είναι θετικό ότι έχουμε διακριτές επιτροπές τόσο για την αξιολόγηση της οικονομικής και κλινικής αποτελεσματικότητας των εμβολίων όσο και για τη χρηματοδότησή τους, καθώς και νομοθετημένα κριτήρια και χρόνους για την ένταξη των εμβολίων στη θετική λίστα, πρόσθεσε η ομιλήτρια, δεν έχουμε ωστόσο νομοθετημένη διαδικασία, με κριτήρια και χρόνους για την ένταξη των εμβολίων στο εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών. Υπάρχει επίσης ένα νομοθετικό κενό τόσο όσον αφορά στη διασύνδεση των επιτροπών όσο και στην αλληλουχία των διαδικασιών, με αποτέλεσμα να υπάρχουν περιπτώσεις εμβολίων που εντάσσονται μεν στη θετική λίστα αλλά εκκρεμεί η σύσταση από την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμού που ορίζει τον πληθυσμό για τον οποίο συνιστάται η χορήγηση του εμβολίου.

Συνοψίζοντας, ολοκλήρωσε την παρουσίασή της η κ. Παπαγιαννοπούλου, η Ελλάδα φαίνεται ότι έχει κάνει σημαντικά βήματα προόδου και νομοθετήματα στο θέμα του εμβολιασμού, τα οποία ωστόσο στερούνται συνοχής και ενσωμάτωσης υπό τη σκέπη ενός εθνικού σχεδίου δράσης για τον εμβολιασμό. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει αναγνωρίσει την αξία του εμβολιασμού και την αναγκαιότητα διακρατικής συνεργασίας, καλώντας τα κράτη-μέλη να εντείνουν τις προσπάθειές τους για τη δημιουργία εθνικών σχεδίων δράσης για τον εμβολιασμό, και είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι στη χώρα μας φαίνεται πως υπάρχει διάθεση από όλους τους φορείς για τη δημιουργία του.

Το κύριο πρόβλημα στη χώρα μας φαίνεται ότι έχει να κάνει με το γεγονός ότι το πλαίσιο που διέπει την Επιτροπή Εμβολιασμού προηγείται του πλαισίου των άλλων δύο επιτροπών, τις οποίες δεν έχει λάβει υπόψη και επομένως συνεδριάζει αγνοώντας ότι ταυτόχρονα γίνεται δουλειά και από αυτές, συμπλήρωσε ο κ. Σουλιώτης. Αυτό ωστόσο είναι εύκολο να λυθεί και μάλιστα δεν έχει κόστος, απαιτεί μόνο απόφαση και κοινή λογική, τα οποία η κεντρική διοίκηση έχει δείξει ότι διαθέτει.

Η οπτική του κράτους για τον εμβολιασμό

Ο εμβολιασμός αποτελεί προνόμιο των Ελλήνων πολιτών και υποχρέωση της Πολιτείας, ανέφερε η Γενική Γραμματέας Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας κ. Φωφώ Καλύβα. Στη χώρα μας διαχρονικά ο εμβολιασμός αποτελεί βασικό πυλώνα πρόληψης και τα εμβόλια χορηγούνται δωρεάν. Ο ΕΟΔΥ επιτηρεί την επιδημιολογία των νοσημάτων που προλαμβάνονται με εμβολιασμό, η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών εισηγείται το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών Παίδων και Εφήβων, αλλά και αυτό των Ενηλίκων˙ στο Υπουργείο Υγείας λειτουργεί ψηφιακό μητρώο εμβολιασμών και ο ΕΟΦ είναι υπεύθυνος για την κυκλοφορία, την επάρκεια και την ασφάλεια των εμβολίων, στο πλαίσιο και των ευρωπαϊκών κανονισμών που αφορούν στην κυκλοφορία των φαρμάκων και τη φαρμακοεπαγρύπνηση.

Ο εμβολιασμός είναι προφανώς θύμα της ίδιας του της επιτυχίας, συνέχισε η ομιλήτρια. Η εξάλειψη νοσημάτων, όπως για παράδειγμα η πολιομυελίτιδα, εξήγησε, έχει ως συνέπεια ορισμένοι άνθρωποι να μην βλέπουν τις επιπτώσεις των λοιμωδών νόσων που έχουν πλέον εξαφανισθεί λόγω των προγραμμάτων εμβολιασμού και, ως εκ τούτου, σημαντικός αριθμός ενδέχεται ακόμη και να εμφισβητεί τη σημασία του εμβολιασμού. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, που έχει κατατάξει τη διστακτικότητα απέναντι στα εμβόλια μεταξύ των δέκα μεγαλύτερων απειλών για την παγκόσμια υγεία, ετησίως προλαμβάνονται 3,5 έως 5 εκατομμύρια θάνατοι χάρη στον εμβολιασμό, γεγονός που τον καθιστά μία από τις οικονομικά αποδοτικότερες παρεμβάσεις δημόσιας υγείας.

Η πανδημία του Covid-19 ανέδειξε το ευρύ φάσμα πολιτικών και προγραμμάτων που πρέπει να αξιοποιηθούν για μια αποτελεσματική αντιμετώπιση, επισήμανε η κ. Καλύβα, έδειξε ότι όταν ενεργούμε από κοινού είμαστε ισχυρότεροι απέναντι στην κρίση, καθώς συνεργαζόμαστε για την πρόσβαση στις προμήθειες που απαιτούνται για την αντίδραση του τομέα της υγείας και, πάνω απ’ όλα, για την αύξηση της παραγωγής και την προμήθεια εμβολίων. Σε αυτό το πνεύμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει συγκροτήσει την Αρχή Ετοιμότητας και Αντιμετώπισης Έκτακτης Ανάγκης (HERA), η οποία συστήθηκε με σκοπό να ενισχύσει την ικανότητα της Ευρώπης να προλαμβάνει, να εντοπίζει και να αντιδρά άμεσα σε διασυνοριακές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στον τομέα της υγείας, εξασφαλίζοντας την ανάπτυξη, την παρασκευή, την προμήθεια και τη δίκαιη κατανομή βασικών ιατρικών αντιμέτρων, μεταξύ των οποίων και τα εμβόλια. Η HERA έχει επομένως ως ρόλο την αναγνώριση των αναδυόμενων απειλών για την υγεία παρακολουθώντας την επιδημιολογία των νόσων, επενδύει στην έρευνα και την καινοτομία για την παρασκευή αποτελεσματικών, ασφαλών και οικονομικών εμβολίων, ενισχύει την ικανότητα παραγωγής εμβολίων στα κράτη-μέλη της ΕΕ, ενώ παράλληλα προσπαθεί να διασφαλίσει την προμήθεια εμβολίων και τη δημιουργία αποθεμάτων.

Στην περίπτωση του μαζικού εμβολιασμού για την Covid-19 που ήταν ένα πρωτόγνωρο εγχείρημα, δήλωσε η Γενική Γραμματέας Δημόσιας Υγείας, τα ποσοστά των αθροιστικών δεδομένων του εμβολιασμού στο σύνολο του πληθυσμού στα κράτη μέλη της ΕΕ με μία δόση εμβολίου ήταν 75,5% -επίπεδα στα οποία κινήθηκε και η χώρα μας- ενώ στη συνέχεια παρατηρήθηκε μείωση του εμβολιασμού. Ωστόσο, ο αριθμός των εμβολιασμένων ατόμων στο σύνολο του πληθυσμού στα κράτη μέλη της ΕΕ έφθασε τα 337 εκατομμύρια. Οι διακυμάνσεις της κάλυψης του εμβολιασμού κατά της Covid-19 οφείλονται σε πολλούς και διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η δυναμική της προσφοράς και η παροχή υπηρεσιών από συστήματα υγείας, καθώς και οι πεποιθήσεις, η στάση και η συμπεριφορά των ατόμων -η δυσπιστία στο κράτος, η αντίληψη του κινδύνου της νόσου, η διασπορά ειδήσεων με στόχο τη δημιουργία φόβου και η επακόλουθη αβεβαιότητα σχετικά με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων.

Ολοκληρώνοντας την παρουσίασή της και τον κύκλο των εισηγήσεων, η κ. Καλύβα ανέφερε πως οι μελλοντικές πολιτικές για τον εμβολιασμό περιλαμβάνουν αφενός την καταπολέμηση της επιφυλακτικότητας απέναντι στα εμβόλια και του κινδύνου παραπληροφόρησης και την ανάγκη να αυξηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών, αφετέρου την ενίσχυση της συνεργασίας της ΕΕ με σκοπό την προετοιμασία για επερχόμενες προκλήσεις, με αξιοποίηση των βέλτιστων πρακτικών και των αντληθέντων διδαγμάτων.

Συζήτηση

Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να χρησιμοποιήσουμε την πολύ καλή εμπειρία του εμβολιασμού κατά της Covid-19, πρότεινε ο συντονιστής της συνεδρίας κ. Σουλιώτης ευχαριστώντας όλους τους ομιλητές, και να χτίσουμε συνεργατικά μία πλατφόρμα που θα ενημερώνεται από όλους και θα περιλαμβάνει ποιοτικά δεδομένα, ώστε να βλέπουμε άμεσα πού υπάρχουν διαρροές και να τις αντιμετωπίζουμε.

Η πρόσβαση σε ποιοτικά δεδομένα αποτελεί και τον μόνο τρόπο για να μπορέσουν να δημιουργηθούν εξατομικευμένα κίνητρα για την αλλαγή της συμπεριφοράς των ατόμων που διστάζουν να εμβολιασθούν, σχολίασε ο κ. Κυριόπουλος, καθώς η λογική της παροχής γενικών κινήτρων, ίδιων για όλους, έχει αποδειχθεί πως δεν λειτουργεί.

Εξίσου σημαντική παράμετρος είναι ωστόσο και η ενημέρωση των ιατρών, συμπλήρωσε ο κ. Σύψας. Σε μία μελέτη που υλοποιήθηκε μεταξύ ατόμων με αυτοάνοσα νοσήματα στο Λαϊκό Νοσοκομείο οι οποίοι έπρεπε να κάνουν το εμβόλιο του πνευμονιόκοκκου, εξήγησε, όταν ρωτήσαμε το 50% των ασθενών που δεν εμβολιάσθηκε σχετικά με τους λόγους για την απόφασή τους, απάντησαν ότι δεν ενημερώθηκαν από τον ιατρό τους. Επομένως, είναι πολύ σημαντικό η ενημέρωση να στοχεύει πρωτίστως στους επαγγελματίες υγείας και όχι μόνο στο γενικό κοινό.