Η Μικροβιακή Αντοχή στην Ελλάδα: πολιτικές και κίνητρα για αλλαγή πορείας – Σ.Τ.

«Υπαρξιακή απειλή για τα συστήματα υγείας» και «αργό σεισμό» χαρακτήρισε τη μικροβιακή αντοχή (ΜΑ) η συντάκτρια υγείας κ. Βασιλική Αγγουρίδη, η οποία συντόνισε στρογγυλή τράπεζα πάνω σε αυτό το θέμα κατά την πρώτη ημέρα του συνεδρίου. Η συνεδρία εστίασε στη διαμόρφωση των απαραίτητων οικονομικών και θεσμικών κινήτρων για τη διαχείριση της ΜΑ, καθώς και στις αναγκαίες κατευθύνσεις μιας Εθνικής Στρατηγικής για τη ΜΑ στο πλαίσιο της προσέγγισης της «Ενιαίας Υγείας» (One Health).

 

 

Τον λόγο έλαβε πρώτη η κ. Ελισάβετ Σταυροπούλου, παθολόγος-λοιμωξιολόγος, Ε.Ο.Δ.Υ., η οποία έθεσε την παγκόσμια διάσταση αυτής της απειλής, επισημαίνοντας αρχικά ότι ο αριθμός των θανάτων που σχετίζονται με τη ΜΑ θα μπορούσε να διπλασιαστεί έως το 2050 εάν αδρανήσουμε, φθάνοντας τα 10 εκ. θανάτους ετησίως, με κόστος 100 τρισ. δολάρια. Πρόσθεσε ότι η Ελλάδα είναι παραδοσιακά ανάμεσα στις χώρες με τη μεγαλύτερη κατανάλωση αντιβιοτικών και ότι ο επιπολασμός των λοιμώξεων που σχετίζονται με τη φροντίδα υγείας (ΛΣΦΥ) είναι διπλάσιος στη χώρα μας από τον μέσο όρο της Ε.Ε.

Έτσι, συνέχισε η κ. Σταυροπούλου, η Ε.Ε. έχει θέσει αυστηρούς στόχους για τη μείωση της συνολικής κατανάλωσης αντιβιοτικών και την αύξηση της κατανάλωσης αντιβιοτικών στενού φάσματος, ενώ προωθεί επίσης την «Ενιαία Υγεία», μια ολιστική προσέγγιση που βασίζεται στην αναγνώριση ότι η υγεία των ανθρώπων, των ζώων, των οικοσυστημάτων και του περιβάλλοντος είναι αλληλένδετη.

Στη χώρα μας, ο Ε.Ο.Δ.Υ. βρίσκεται σε διαδικασία τελειοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την Αντιμετώπιση της ΜΑ στο πλαίσιο της «Ενιαίας Υγείας», σε συνεργασία με τα συναρμόδια υπουργεία (Υπουργείο Υγείας, Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας). Το νέο σχέδιο (2026-2030) είναι πλέον επιχειρησιακό -περιλαμβάνει κοστολόγηση, χρονοδιάγραμμα και αξιολόγηση- και κινείται γύρω από επτά άξονες: α) επιτήρηση, β) πρόληψη και έλεγχος των λοιμώξεων, γ) ορθολογική χρήση των αντιβιοτικών, δ) ενημέρωση, εκπαίδευση, ευαισθητοποίηση, ε) έρευνα, ανάπτυξη και προσβασιμότητα, στ) συνεργασίες και ζ) εξασφάλιση της εφαρμογής του Εθνικού Σχεδίου Δράσης.

Επιπλέον, ο Ε.Ο.Δ.Υ. συμμετέχει και σε πολλές άλλες δράσεις που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, στις οποίες περιλαμβάνεται η ανάπτυξη σύγχρονου ψηφιακού Μηχανισμού Επιδημιολογικής Επιτήρησης. Τέλος, ο Ε.Ο.Δ.Υ. έχει εξασφαλίσει χρηματοδότηση από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα EU4HEALTH προκειμένου να δημιουργήσει ένα Δίκτυο Συνεργατικής Επιτήρησης, το οποίο έχει ως στόχο να ενισχύσει την ανταλλαγή δεδομένων και τη διαλειτουργικότητα μεταξύ διαφόρων φορέων και να δημιουργήσει ένα «κοινό αποθετήριο δεδομένων» για τον άνθρωπο, τα ζώα και το περιβάλλον.

Τέλος, η κ. Σταυροπούλου επισήμανε ότι για να υλοποιηθούν όλα αυτά απαιτούνται νομοθετικές παρεμβάσεις, βιώσιμη χρηματοδότηση, κίνητρα και λογοδοσία των νοσοκομείων, συνεχιζόμενη εκπαίδευση του προσωπικού, εκστρατείες ενημέρωσης και, κυρίως, συνεργασία.

Στη συνέχεια, ο κ. Θεοκλής Ζαούτης, Καθηγητής Ιατρικής, μιλώντας και με βάση την εμπειρία του ως πρώην πρόεδρος του Ε.Ο.Δ.Υ., τόνισε τον καίριο ρόλο που παίζει η αξιολόγηση της κλινικής πρακτικής στην προσπάθεια μείωσης των λοιμώξεων και ιδίως των ενδονοσοκομειακών.

«Όσα λέμε τώρα τα έχουμε ξαναπεί και παρόλα αυτά η μικροβιακή αντοχή συνεχίζει να αυξάνεται», επισήμανε ο κ. Ζαούτης. Αυτό συμβαίνει γιατί «κάνουμε συνέχεια τα ίδια και περιμένουμε διαφορετικό αποτέλεσμα», πρόσθεσε και συνέχισε λέγοντας ότι η Πολιτεία θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της. Δεν αρκεί να ορίζουν οι επιστήμονες κατευθυντήριες οδηγίες και να εκπαιδεύουν το προσωπικό, θα πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα που να διασφαλίζει την εφαρμογή των οδηγιών.

Ως λύση πρότεινε την εφαρμογή ενός συστήματος αξιολόγησης που θα περιλαμβάνει επιβραβεύσεις και κυρώσεις, ανάλογα με το αποτέλεσμα. Να καταγράφεται, συγκεκριμένα, πόσες νοσοκομειακές λοιμώξεις έχει το κάθε τμήμα στο κάθε νοσοκομείο και τα δεδομένα να είναι ανοιχτά, έτσι ώστε η κατάσταση να είναι γνωστή σε όλους και να είναι δυνατός ο σχεδιασμός παρεμβάσεων. Το ίδιο μπορεί να εφαρμοστεί και για τη χρήση αντιβιοτικών: να υπάρχει ανοιχτή πρόσβαση στα δεδομένα για το ποιος γιατρός γράφει τι, για ποιο νόσημα και σε ποιον και να υπάρχουν κυρώσεις ή επιβραβεύσεις κατόπιν αξιολόγησης. Όπως ανέφερε ο κ. Ζαούτης, έχει αποδειχθεί παγκοσμίως ότι τα συστήματα υγείας που μείωσαν τις λοιμώξεις και τη συνταγογράφηση αντιβιοτικών είναι αυτά που έδωσαν κίνητρα, θετικά ή αρνητικά, για την εφαρμογή της σωστής πρακτικής.

Διαφορετικά, κατέληξε ο κ. Ζαούτης, ό,τι και να κάνει ο Ε.Ο.Δ.Υ. δεν θα πετύχει.

Ο κ. Στέλιος Κυμπουρόπουλος, ψυχίατρος και πρώην ευρωβουλευτής, τόνισε και αυτός με τη σειρά του την επικινδυνότητα και την επιβάρυνση που δημιουργείται για τα εθνικά συστήματα υγείας από την αυξανόμενη μικροβιακή αντοχή και στη συνέχεια αναφέρθηκε σε μια σημαντική νομοθετική πρωτοβουλία της Ε.Ε. που αναμένεται μέσα στο 2026 και η οποία θα παρέχει στις φαρμακευτικές εταιρείες κίνητρα για να επενδύσουν στην ανάπτυξη νέων αντιβιοτικών. Τα αντιβιοτικά είναι μια κατηγορία φαρμάκων που δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστική για επενδύσεις, λόγω της γρήγορης ανάπτυξης μικροβιακής αντοχής και, επομένως, του περιορισμένου χρονικού διαστήματος κατά το οποίο η επένδυση αυτή αποδίδει, εξήγησε ο κ. Κυμπουρόπουλος.

Ο ομιλητής πρόσθεσε ότι στη διάρκεια των συζητήσεων και διαπραγματεύσεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την «Ενιαία Υγεία», υπήρξε έντονη διαμάχη ανάμεσα στις αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με τη διακοπή ή τον περιορισμό της χρήσης αντιβιοτικών στα ζώα. Το γεγονός ότι η «Ενιαία Υγεία» υπερψηφίστηκε τελικά με ελάχιστη διαφορά ψήφων, δήλωσε ο κ. Κυμπουρόπουλος, δείχνει ότι η επιστημονική κοινότητα ακόμη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν έχει καταλήξει σχετικά με τον σωστό τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος.

«Συνεργασία, είναι η μόνη απάντηση που μπορούμε να δώσουμε σε αυτό το μεγάλης σημασίας ζήτημα», δήλωσε εμφατικά ο κ. Κυμπουρόπουλος και υπογράμμισε ξανά τη σημασία των εθνικών νομοθετικών πρωτοβουλιών, αλλά και της διαρκούς ενημέρωσης των γιατρών που συνταγογραφούν και της επαφής μαζί τους.

Τέλος, η κ. Τζένη Παπαδονικολάκη, Public Affairs & Policy Director, Σ.Φ.Ε.Ε., χαρακτήρισε τη ΜΑ μια «σύγχρονη πανδημία που υπονομεύει τη σύγχρονη ιατρική» και δήλωσε ότι η συζήτηση αυτή έχει δύο επίπεδα: α) την κακή και αλόγιστη χρήση των αντιβιοτικών και β) την απουσία πραγματικών κινήτρων για επενδύσεις σε R&D για την ανάπτυξη αντιβιοτικών νέας γενιάς, δεδομένης της χαμηλής απόδοσης αυτού του τύπου επένδυσης.

Για να αντιμετωπίσει το δεύτερο ζήτημα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημιούργησε το λεγόμενο «μεταβιβάσιμο κουπόνι αποκλειστικότητας» (Transferable Exclusivity Voucher, TEV), το οποίο παρέχει ένα έτος αποκλειστικότητας σε μια φαρμακευτική εταιρεία που έχει αποδείξει ότι το αντιβιοτικό της είναι νέας γενιάς και άρα αποτελεσματικό. Αυτό το κουπόνι, η εταιρεία μπορεί είτε να το χρησιμοποιήσει σε κάποιο άλλο προϊόν στο δικό της portfolio είτε να το πουλήσει σε μια άλλη εταιρεία – τα κουπόνια δεν θα είναι περισσότερα από 10 συνολικά. Στην Ελλάδα, το κόστος ενός τέτοιου κουπονιού θα ήταν περίπου 7 εκ. ευρώ, ενώ το ετήσιο κόστος της ΜΑ είναι 42 εκ. ευρώ – επομένως, σε έναν ορίζοντα ετών ή δεκαετιών, πρόκειται για μια πολύ αποδοτική επένδυση, υπό τη μορφή κινήτρου, από άποψη οικονομική, κοινωνική και υγειονομική.

Η κ. Παπαδονικολάκη πρόσθεσε πως θα πρέπει επίσης να δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο που θα βοηθά τη γρήγορη ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών κινήτρων και της καινοτομίας στο εθνικό σύστημα υγείας, έτσι ώστε η καινοτομία να φθάνει γρήγορα στον ασθενή στην Ελλάδα. Αναφέρθηκε επίσης στην πρωτοβουλία AMR Action Fund, μια συνεργασία που δημιουργήθηκε από 20 μεγάλες βιοφαρμακευτικές εταιρείες το 2020, με στόχο να μπορέσουν μέσα στα επόμενα 5 χρόνια να φέρουν στα συστήματα υγείας και στους ασθενείς 2 έως 4 αντιβιοτικά νέας γενιάς. Τέλος, επισήμανε ότι ο εμβολιασμός είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό εργαλείο στη μάχη κατά της ΜΑ, καθώς τα υπάρχοντα εμβόλια θα μπορούσαν να αποτρέψουν έως και 106.000 θανάτους από ΜΑ.

Συζήτηση

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, η κ. Αγγουρίδη ρώτησε κατά πόσο το Εθνικό Σχέδιο Δράσης περιλαμβάνει τρόπους αντιμετώπισης των προκλήσεων που ανέφερε η κ. Σταυροπούλου στο τέλος της ομιλίας της. Η κ. Σταυροπούλου απάντησε πως οι προκλήσεις αυτές έχουν συνυπολογιστεί στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης, αλλά διευκρίνισε πως η Διεύθυνση Αντιμετώπισης της ΜΑ του Ε.Ο.Δ.Υ. είναι αρμόδια μόνο για να μελετήσει το θέμα και να καταθέσει ένα σχέδιο δράσης. Η εφαρμογή του σχεδίου στη συνέχεια εναπόκειται στη Διυπουργική Επιτροπή Ενιαίας Υγείας και στα συναρμόδια υπουργεία, τα οποία βέβαια θα πρέπει να βρίσκονται σε επαφή με τους επιστήμονες, έτσι ώστε τα αποτελέσματα της εφαρμογής να αξιολογούνται κάθε χρόνο και να γίνονται οι απαιτούμενες αλλαγές.

Σε ερώτηση σχετικά με τα κίνητρα για την ανάπτυξη νέων αντιβιοτικών, ο κ. Ζαούτης επισήμανε πως, παρόλο που η δημιουργία νέων αντιβιοτικών είναι εξαιρετικά σημαντική, αν δεν επιτευχθεί έλεγχος στην κατανάλωση των ήδη υπαρχόντων αντιβιοτικών, τα νέα προϊόντα πολύ σύντομα θα καταστούν επίσης αναποτελεσματικά. Η κ. Παπαδονικολάκη συμφώνησε μαζί του και υπογράμμισε την πολυπλοκότητα του ζητήματος, καθώς θα πρέπει, συγχρόνως, από τη μία να καταφέρουμε να έρχεται γρήγορα σε εθνικό επίπεδο η καινοτομία που παράγεται από τα κίνητρα και από την άλλη να εφαρμόζονται αυστηρά μέτρα ελέγχου για τα υφιστάμενα φάρμακα, γιατί η κατάσταση της αντοχής αλλάζει γρήγορα. Στο σημείο αυτό, ο κ. Κυμπουρόπουλος ανέφερε ότι η υποχρεωτική συνταγογράφηση των αντιβιοτικών, αν και δεν έλυσε εντελώς το πρόβλημα, αποτέλεσε ένα πρώτο βήμα ελέγχου και επισήμανε τον σημαντικό ρόλο της Η.ΔΙ.Κ.Α. στην παραγωγή δεδομένων συνταγογράφησης και στον έλεγχο της κατάστασης. Επίσης, υπογράμμισε για μία ακόμη φορά την αξία της διαρκούς ενημέρωσης του κοινού και της ιατρικής κοινότητας, ξεκινώντας ήδη από τις ιατρικές σχολές, για τη σημασία της σωστής χρήσης των αντιβιοτικών.

Πρόγραμμα GRIPP

Στη συνέχεια, ο κ. Ζαούτης κλήθηκε να μιλήσει για το πρόγραμμα GRIPP (Greek Infection Prevention Program – Ελληνικό Πρόγραμμα Πρόληψης Λοιμώξεων), το οποίο εφαρμόστηκε πιλοτικά για πέντε χρόνια σε 10 μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία για τον έλεγχο των νοσοκομειακών λοιμώξεων και της μικροβιακής αντοχής. Tο πρόγραμμα αυτό πέτυχε μείωση της συχνότερης νοσοκομειακής λοίμωξης κατά 40%, ξεπερνώντας οποιονδήποτε στόχο του Εθνικού Σχεδίου Δράσης και μάλιστα, στις γνωστές συνθήκες λειτουργίας των νοσοκομείων του ΕΣΥ. Όπως δήλωσε ο κ. Ζαούτης, το πρόγραμμα αυτό είναι έτοιμο, έχει δοκιμαστεί και μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα σε όλα τα νοσοκομεία της Ελλάδας. Ο κ. Κυμπουρόπουλος υπερθεμάτισε, λέγοντας ότι, πριν ακόμα και από τα αντιβιοτικά, υπάρχουν πιο απλά μέτρα πρόληψης που μπορούμε να λάβουμε, όπως για παράδειγμα το πλύσιμο των χεριών –κάτι που ήταν και ένα από τα κύρια πορίσματα του GRIPP–, ενώ η κ. Αγγουρίδη επισήμανε ότι η υποστελέχωση των νοσοκομείων σε νοσηλευτικό προσωπικό μοιραία ίσως οδηγεί και σε λάθη.

Δυσκολίες στην εφαρμογή της «Ενιαίας Υγείας»

Απαντώντας σε ερώτηση της συντονίστριας σχετικά με τους τομείς της «Ενιαίας Υγείας» που δημιουργούν τις μεγαλύτερες δυσκολίες στην Ελλάδα, η κ. Σταυροπούλου απάντησε ότι πέρα από την υψηλή χρήση αντιβιοτικών στην κτηνοτροφία, πρόβλημα αποτελεί και η χρήση αντιμυκητιασικών και αντιβιοτικών στη γεωργία, αλλά και η ασφαλέστερη διαχείριση των αποβλήτων και των λυμάτων. Πρόσθεσε ότι, επειδή η προσέγγιση αυτή είναι καινούργια, ακόμη και οι επαγγελματίες υγείας δεν είναι εξοικειωμένοι μαζί της˙ οι κτηνίατροι είναι ίσως περισσότερο γνώστες, αλλά οι γεωπόνοι δεν είναι ενημερωμένοι. Οπότε, απαιτείται περισσότερη εκπαίδευση γύρω από τις αρχές της «Ενιαίας Υγείας», έτσι ώστε αυτοί που καλούνται να την εφαρμόσουν να κατανοούν γιατί απαιτείται η εμπλοκή τους.

Έλλειψη νοσηλευτών λοιμώξεων

Τέλος, σε ερώτηση της συντονίστριας σχετικά με το ποιο είναι το μεγαλύτερο «τυφλό σημείο» στις πολιτικές που σχετίζονται με τη μικροβιακή αντοχή στη χώρα μας, η κ. Σταυροπούλου απάντησε πως είναι η έλλειψη μακροχρόνιας και βιώσιμης χρηματοδότησης για εφαρμογή αποτελεσματικών προγραμμάτων και προσλήψεις μόνιμου προσωπικού. Τόνισε ιδιαίτερα την έλλειψη ειδικών νοσηλευτών λοιμώξεων, ενός κλάδου ιδιαίτερα σημαντικού για την αντιμετώπιση της μικροβιακής αντοχής, λέγοντας πως οι χαμηλές αμοιβές, οι δύσκολες συνθήκες εργασίας, η έλλειψη μονιμότητας και η απουσία επαγγελματικής εξέλιξης διώχνουν ακόμη και τους λίγους εκπαιδευμένους νοσηλευτές που υπάρχουν προς διαφορετικές επαγγελματικές διεξόδους, με καλύτερη ποιότητα ζωής (π.χ., σχολικοί νοσηλευτές, θέσεις γραφείου).