Σ.Τ. Μείζονα Χρόνια Νοσήματα ΙΙΙ: Η Εθνική Πολιτική για τον Καρκίνο – από τον σχεδιασμό στην εφαρμογή

Η διαχείριση των χρονίων νοσημάτων διαδραματίζει καίριο ρόλο στη βιωσιμότητα και ανθεκτικότητα των συστημάτων υγείας. Η διαμόρφωση καλών πολιτικών για την πρόληψη και αντιμετώπιση χρονίων νοσημάτων όπως ο καρκίνος αποτελεί ένα πρώτο βήμα, απαιτείται ωστόσο συνεχής εξέλιξη των στρατηγικών αυτών στην πάροδο του χρόνου με βάση τις υφιστάμενες μεταβολές τόσο στα ίδια τα νοσήματα όσο και στις θεραπείες.

Ο καρκίνος ως χρόνιο νόσημα

Σε ευρωπαϊκούς όρους, ο καρκίνος θεωρείται best practice (καλή πρακτική) για τη διαχείριση των χρονίων νοσημάτων, καθώς το σχέδιο δράσης για τις νεοπλασματικές ασθένειες θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα και για τα υπόλοιπα χρόνια νοσήματα, υπογράμμισε ξεκινώντας τις εργασίες της Στρογγυλής Τράπεζας που διεξήχθη σε συνεργασία με την Εταιρεία Ογκολόγων Παθολόγων Ελλάδας (ΕΟΠΕ) ο συντονιστής της συζήτησης κ. Κώστας Αθανασάκης.

Από την πλευρά των ογκολόγων, ανέφερε η Πρόεδρος της Εταιρείας Ογκολόγων Παθολόγων Ελλάδας κ. Ζένια Σαριδάκη-Ζώρα, το γεγονός ότι ο καρκίνος κατατάσσεται πλέον στα χρόνια νοσήματα αποτελεί μεγάλο επίτευγμα. Σήμερα, είμαστε σε θέση να μιλάμε για πρόληψη, διάγνωση και νέες θεραπείες για τις νεοπλασματικές ασθένειες, συνέχισε, ωστόσο η αύξηση των προσδόκιμου ζωής των ασθενών θα πρέπει να συνοδεύεται και από βελτίωση της ογκολογικής περίθαλψης και φροντίδας τους, με στόχο να έχουν όχι μόνο περισσότερη ζωή, αλλά καλή ποιότητα ζωής.

Στην Ελλάδα, τόνισε η ομιλήτρια, παραμένει η ανάγκη να υλοποιηθεί στην πράξη το Μητρώο Νεοπλασματικών Νόσων, είναι ωστόσο θετικό ότι οι ασθενείς έχουν σήμερα πρόσβαση σε όλα τα καινοτόμα φάρμακα, παρά τη χρονοβόρο ακόμη διαδικασία. Ασφαλώς είναι ανάγκη να βρεθεί τρόπος ώστε η διαδικασία αυτή να προχωράει πιο γρήγορα, ωστόσο το μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδίσει η χώρα μας είναι αφενός να εισαχθούν οι βιοδείκτες στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση, αφετέρου να βγουν από τη διαδικασία ηλεκτρονικής προέγκρισης τα παλαιά φάρμακα εκτός ένδειξης που βοηθούν σημαντικά τους ασθενείς.

Αναμφίβολα τα επιτεύγματα στην πάροδο των ετών είναι πολλά, ωστόσο τα δύο αυτά ζητήματα είναι απαραίτητο να αντιμετωπισθούν άμεσα, συμφώνησε ο κ. Αθανασάκης, επισημαίνοντας πως η ΕΟΠΕ αποτελεί ένα από τα καλύτερα παραδείγματα μίας επιστημονικής εταιρείας που διαμορφώνει τεκμηριωμένες πολιτικές και συμμετέχει ουσιαστικά με προτάσεις στο δημόσιο διάλογο.

Συνεργασία για μακροχρόνια ολοκληρωμένη φροντίδα

Η αντιμετώπιση του καρκίνου αποτελεί ασφαλώς σημαντική πρόκληση, δήλωσε ο Ογκολόγος-Παθολόγος κ. Ηλίας Αθανασιάδης, και είναι γεγονός πως η χώρα μας υστερεί στη μακροχρόνια φροντίδα των ασθενών με νεοπλασματικές ασθένειες. Προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής καθ’ όλη την πορεία των ασθενών με τη νόσο, απαιτείται οργάνωση σε έναν κοινό φορέα όλων όσοι εμπλέκονται στη μάχη κατά του καρκίνου. Μετά τη διάγνωση, οι ασθενείς θα πρέπει να αντιμετωπίζονται εξαρχής από μία διεπιστημονική ομάδα με ολοκληρωμένη στρατηγική. Ο βιολογικός και μοριακός χαρακτηρισμός του καρκίνου με χρήση βιοδεικτών είναι επίσης απαραίτητος, προκειμένου να μπορεί να διαμορφωθεί ένα εξατομικευμένο πλάνο θεραπείας με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ανάγκες κάθε ασθενή.

Στην  Ελλάδα, συμπλήρωσε η κ. Σαριδάκη-Ζώρα, η πορεία από την υποψία έως τη διάγνωση δεν είναι δυστυχώς όσο γρήγορη θα έπρεπε. Οι άνθρωποι δεν συνδέουν τον καρκίνο με τον ογκολόγο, ωστόσο η σύνδεση αυτή είναι απαραίτητο να γίνει κτήμα του πληθυσμού, καθώς ο ογκολόγος είναι ο κύριος ιατρός-ρυθμιστής, αυτός που ουσιαστικά χαράσσει τη στρατηγική δράσης στην ομάδα διαχείρισης της νόσου, στην οποία συμμετέχουν ασφαλώς πολλές ειδικότητες.

Αναμφίβολα, τα βήματα προόδου που έχουν γίνει στη διαχείριση του καρκίνου τόσο από άποψη διάγνωσης όσο και θεραπείας σε σύγκριση με το παρελθόν είναι πολλά, επισήμανε ο κ. Αθανασιάδης. Παλαιότερα ο καρκίνος αποτελούσε θέμα «ταμπού», ενώ σήμερα ασθενείς, φροντιστές και επαγγελματίες υγείας είναι διατεθειμένοι να προσπαθήσουν για όσο το δυνατόν καλύτερη φροντίδα. Στην εποχή μας, υπάρχει η τάση για οργανωμένη παροχή φροντίδας, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν ελλείμματα στα οποία υπάρχουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης, όπως για παράδειγμα το ανθρώπινο δυναμικό σε ορισμένες ειδικότητες.

Ανάγκη για ένα ενιαίο φορέα οργανωμένης παροχής φροντίδας

Η ύπαρξη ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης κατά του Καρκίνου, ξεκίνησε την τοποθέτησή του ο Πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καρκίνου κ. Γεώργιος Καπετανάκης, σημαίνει ουσιαστικά ότι η Πολιτεία καθοδηγεί το σύστημα υγείας για την πρόληψη, θεραπεία και αποκατάσταση των ασθενών. Δυστυχώς, η ισότιμη πρόσβαση των πολιτών δεν είναι σήμερα εγγυημένη ούτε για την πρόληψη, καθώς η χώρα μας δεν διαθέτει ακόμη μια οργανωμένη προσέγγιση. Τα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου είναι πολύ καλά, αλλά απαιτείται και επικοινωνία και αξιοποίηση των αποτελεσμάτων τους. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι το ταξίδι του ασθενούς δεν τελειώνει με τη θεραπεία, επισήμανε ο ομιλητής. Οι ασθενείς θα μπορούσαν να αξιοποιούνται ως εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών, ως πρεσβευτές των προγραμμάτων αυτών, ώστε να μην χάνονται πληροφορίες που μπορούν να είναι πολύτιμες. Στη χώρα μας, υπάρχει ανάγκη διαμόρφωσης μιας εθνικής στρατηγικής για τον καρκίνο, ενός εθνικού σχεδίου δράσης που θα συντονίζει τα βήματα και τις διαρθρωτικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν, καθώς επί του παρόντος έχουμε αποσπασματικές πολιτικές. Οι ακάλυπτες ιατρικές ανάγκες θα πρέπει ωστόσο κάποια στιγμή να καλυφθούν με έναν ενιαίο φορέα για την οργανωμένη παροχή φροντίδας, συμπλήρωσε ο κ. Καπετανάκης.

Η Ελλάδα χρειάζεται έναν κοινό συντονιστικό φορέα εκπροσώπησης, συμφώνησε η κ. Σαριδάκη-Ζώρα, καθώς υπάρχουν σχέδια δράσης για τον καρκίνο αλλά δεν είναι οργανωμένα από την Πολιτεία. Στην πραγματικότητα, εξήγησε η ομιλήτρια, οι ογκολόγοι υποκαθιστούν σήμερα την Πολιτεία στην υποστήριξη των ογκολογικών ασθενών, αυτό όμως δεν μπορεί να συνεχίζεται για πάντα.

Είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα Εθνικό Ίδρυμα για τον Καρκίνο, υπογράμμισε ο κ. Αθανασιάδης, για την καταγραφή και αξιοποίηση των δεδομένων, αλλά και για την υποστήριξη των ασθενών, μία σταθερή δομή ανθρώπων που θα θέτει προτεραιότητες και θα παρέχει κατευθύνσεις ανεξαρτήτως από την αλλαγή των κυβερνήσεων.

Η δομή αυτή, το Εθνικό Ινστιτούτο Νεοπλασιών, έχει θεσμοθετηθεί από το 2019, παρατήρησε η κ. Μαρία Τσαντίδου, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Ιατρών Δημόσιας Υγείας, αλλά δεν έχει ενεργοποιηθεί. Ένα γενικότερο πρόβλημα στη χώρα μας είναι ότι ενώ νομοθετούμε καλά, δεν διαθέτουμε στη συνέχεια τους πόρους ώστε αυτό που νομοθετούμε να λειτουργήσει.

Δεν είναι μόνο θέμα πόρων, είναι και θέμα συνέχειας και συνέπειας των νομοθετημένων, επισήμανε ο κ. Αθανασάκης. Ενδεχομένως, κάθε νόμος θα έπρεπε να έχει υποχρεωτικούς δείκτες παρακολούθησής του ώστε να καθίσταται υπόλογος αυτός που τον ψήφισε για την υλοποίησή του.

Ο λόγος που το σχέδιο αυτό ψηφίστηκε αλλά δεν προχώρησε είναι ότι είχε προβλήματα που πρέπει να διορθωθούν, παρατήρησε η κ. Σαριδάκη-Ζώρα, δεν ήταν μόνο θέμα πολιτικής βούλησης ή έλλειψης πόρων. Ασφαλώς, θα μπορούσαν να έχουν γίνει οι απαραίτητες διορθώσεις, ώστε τουλάχιστον κάποια σημεία του να έχουν ενεργοποιηθεί προς όφελος της κοινωνίας, πρόσθεσε η ομιλήτρια.

Το σχέδιο αυτό ήταν όντως μία πρωτοβουλία της ΕΟΠΕ την οποία αγκάλιασε και θεσμοθέτησε το υπουργείο Υγείας το 2019 και στη συνέχεια φάνηκε ότι δεν υπήρχε η βούληση να προχωρήσει, συμπλήρωσε ο κ. Καπετανάκης. Οι πολιτικές ασυνέχειες αποτελούν όντως ένα μεγάλο δομικό πρόβλημα στη χώρα μας. Οι αποσπασματικές πρωτοβουλίες εθνικής εμβέλειας, όσο καλές κι αν είναι, δεν πρόκειται να έχουν αποτέλεσμα εάν δεν ενταχθούν σε μία ενιαία εθνική στρατηγική, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορέσουν να αναπτυχθούν και να αλληλεπιδράσουν με όλο το οικοσύστημα που θα προβλέπεται από το εθνικό αυτό σχέδιο δράσης. Σαφώς, το επίκεντρο σε μία τέτοια στρατηγική θα πρέπει να είναι ο άνθρωπος, ο ασθενής, στις ανάγκες του οποίου θα πρέπει να προσαρμοσθεί το σύστημα υγείας. Και βέβαια, η ολιστική προσέγγιση στην αντιμετώπιση των προβλημάτων απαιτεί αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων πόρων και σε αυτό το πλαίσιο η κοινωνία των πολιτών μπορεί να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη, πρόσθεσε ο ομιλητής.

Κεντρικά μηνύματα

Το ζητούμενο είναι ασφαλώς η συνεργασία όλων των εμπλεκομένων μερών, συμφώνησε ο κ. Αθανασάκης, ζητώντας στη συνέχεια από τους διακεκριμένους ομιλητές μία τελική δήλωση που θα συνοψίζει τα κεντρικά μηνύματα της συνεδρίας.

Οι λύσεις δεν βρίσκονται στη διαπίστωση απλά των προβλημάτων, τόνισε η κ. Σαριδάκη-Ζώρα, ο εντοπισμός των προβλημάτων αποτελεί την αρχή για την επίλυσή τους και όχι την ίδια τη λύση. Χρειαζόμαστε προτάσεις, να δοθούν λύσεις στο ζήτημα των βιοδεικτών, να ξεκινήσει το Εθνικό Μητρώο για τον Καρκίνο, να συνταγογραφούνται οι βιοδείκτες.

Θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη, υπογράμμισε ο κ. Αθανασιάδης, πως οι βιοδείκτες αυξάνονται, επομένως χρειάζεται μία Αρχή που θα λαμβάνει ορθές αποφάσεις για την κατανομή των πόρων με βάση τις μεταβολές στα δεδομένα και τις συνθήκες. Οι ασθένειες και οι θεραπείες αλλάζουν, πρόκειται για μία δυναμική κατάσταση, η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με μία στατική λύση.

Το ελπιδοφόρο είναι ότι σήμερα βρισκόμαστε πιο κοντά από ποτέ στην υλοποίηση του Εθνικού Μητρώου για τον Καρκίνο και συνεργαζόμαστε για να βρούμε όλοι μαζί τις λύσεις στα κενά και τις ελλείψεις με τον καλύτερο τρόπο, δήλωσε ο κ. Καπετανάκης. Η φροντίδα με τον ασθενή στο επίκεντρο, η επικοινωνία και συνεργασία όλων και η ανάπτυξη μίας εθνικής στρατηγικής για τον καρκίνο ώστε να μην υπάρχουν ασυνέχειες είναι καίριας σημασίας για να μπορέσουμε να βελτιώσουμε ουσιαστικά τη φροντίδα των ασθενών με καρκίνο.