Καλωσορίζοντας και ευχαριστώντας τους συνέδρους εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου για τα Οικονομικά και τις Πολιτικές Υγείας για την παρουσία τους κατά την έναρξη εργασιών του Συνεδρίου, ο Καθηγητής κ. Χρήστος Λιονής αναφέρθηκε στην τεράστια προσπάθεια που ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια ο εκλιπών αείμνηστος Καθηγητής Γιάννης Κυριόπουλος μέσα από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας για την καταγραφή των εθνικών υγειονομικών προτεραιοτήτων με δείκτες.
Ο κ. Μπούμπας, Πρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας, αποτελεί σήμερα το πλέον κατάλληλο πρόσωπο να αναφερθεί στις υγειονομικές προτεραιότητες, παρατήρησε ο κ. Λιονής, προλογίζοντας την εναρκτήρια ομιλία του Καθηγητή Παθολογίας-Ρευματολογίας και Προέδρου της Διοικούσας Επιτροπής του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ) κ. Δημητρίου Τ. Μπούμπα.
Η υγεία των Ελλήνων: οριζόντια αποτύπωση
Το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ), ξεκίνησε την ομιλία του ο κ. Μπούμπας, ιδρύθηκε το 1982 ως συμβουλευτικό όργανο σε θέματα δομής και λειτουργίας του Εθνικού Συστήματος Υγείας και με τη σύστασή του αντικατέστησε το μέχρι τότε Ανώτατο Υγειονομικό Συμβούλιο, το οποίο λειτουργεί σήμερα με άλλο ρόλο. Το ΚΕΣΥ αποτελεί το κύριο επιστημονικό εισηγητικό όργανο του Υπουργείου Υγείας για θέματα καλής κλινικής πρακτικής και εκπαίδευσης των επαγγελματιών υγείας, εξήγησε ο ομιλητής. Για να εκπληρώσει το έργο του, το ΚΕΣΥ διαθέτει μία μόνιμη Επιτροπή Εκπαίδευσης, τη Διοικούσα Επιτροπή στην οποία απευθύνονται προς επικύρωση όλες οι αποφάσεις του, καθώς και περισσότερες από 100 επιτροπές, εκδίδοντας περίπου 300 γνωμοδοτήσεις τον μήνα και 2.500 ετησίως.
Η υγεία αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ευημερία και ευεξία των πολιτών και συνιστά έναν αξιόπιστο δείκτη μιας εύρωστης κοινωνίας με ισχυρό κοινωνικό κεφάλαιο και κοινωνική συνοχή, συνέχισε ο κ. Μπούμπας. Ο τομέας της υγείας είναι βασικός πυλώνας ανάπτυξης, καθώς 10% των θέσεων εργασίας στην ΕΕ αφορούν την υγεία και τη πρόνοια, ποσοστό που στη χώρα μας ανέρχεται σε περίπου 6%. Η αποτύπωση της υγείας του πληθυσμού κάθε χώρας αποτελεί διεθνή πρακτική και είναι πολλαπλά χρήσιμη, προκειμένου να μπορούν να γίνονται εισηγήσεις και να λαμβάνονται αποφάσεις με βάση τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού. Στην προσπάθεια του ΚΕΣΥ να αποτυπώσει την κατάσταση υγείας του ελληνικού πληθυσμού, παρατήρησε ο Καθηγητής, συνέβαλαν σημαντικά η συνεργασία του ΚΕΣΥ με τον Πρόεδρο της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου κ. Κώστα Αθανασάκη, καθώς και με τον ΟΔΙΠΥ και την κ. Δάφνη Καϊτελίδου, αλλά και οι πολυάριθμες συζητήσεις με πολιτικούς και εμπειρογνώμονες από τον ευρύτερο χώρο της υγείας -επαγγελματίες υγείας, διοικητές ΥΠE, διοικητές νοσοκομείων και οικονομολόγους υγείας.
Τα βασικά ερωτήματα που τέθηκαν από την αρχή της προσπάθειας αυτής, συνέχισε ο ομιλητής, ήταν τρία:
- Ποια είναι η κατάσταση της υγείας του ελληνικού πληθυσμού, ποιες οι μείζονες απειλές και ποιοι οι πλέον δόκιμοι τρόποι τροποποίησής τους;
- Ποιο είναι το σύγχρονο επιδημιολογικό πρότυπο των νοσημάτων της χώρας μας, ποιες οι απαραίτητες υπηρεσίες υγείας, τεχνολογίες και υπηρεσίες e-Medicine, και ποιες οι βέλτιστες πρακτικές για την αξιολόγηση και βελτίωση της ποιότητας και ασφάλειας με ταυτόχρονο περιορισμό των σπαταλών;
- Ποιος είναι ο βέλτιστος τρόπος εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης για τους επαγγελματίες υγείας, το επικουρικό προσωπικό και τους διοικητές των δομών υγείας, προκειμένου να εξασφαλισθεί η δυνατότητα των επαγγελματιών υγείας να προσφέρουν απρόσκοπτα τις υπηρεσίες τους παρέχοντας τους ταυτόχρονα κίνητρα για την επαγγελματική τους ανέλιξη;
Για το ΚΕΣΥ, διευκρίνισε ο κ. Μπούμπας, ο κύριος ρόλος των διοικητών των νοσοκομείων είναι να διευκολύνουν το έργο των επαγγελματιών υγείας. Οι βασικοί άξονες πάνω στους οποίους εργάσθηκε το ΚΕΣΥ προκειμένου να μπορέσει να καταλήξει στις υγειονομικές προτεραιότητες στη χώρα μας ήταν: ο πληθυσμός και οι κοινωνικές συνθήκες, η κατάσταση υγείας του πληθυσμού και οι κίνδυνοι για την υγεία, το φορτίο νόσου και τα κύρια νοσήματα, η ιατρική φροντίδα (προ-νοσοκομειακή και μετα-νοσοκομειακή), η πρόσβαση, χρήση και ποιότητα των υπηρεσιών υγείας, οι δομές, οι πόροι και το προσωπικό υγείας, το ανθρώπινο δυναμικό, η εκπαίδευση και η συνεχιζόμενη επαγγελματική εκπαίδευση και, τέλος, τα οικονομικά και η διοίκηση του συστήματος υγείας.
Αναφορόμενος στον πληθυσμό και τις κοινωνικές συνθήκες, ο Καθηγητής υπογράμμισε πως οι ηλικιωμένοι στη χώρα μας έχουν διπλασιασθεί εντός της τελευταίας 20ετίας, γεγονός που συνεπάγεται αύξηση των συνοσηροτήτων και του φορτίου νόσων για τις υπηρεσίες υγείας και τους επαγγελματίες υγείας, ιδιαίτερα για τους παθολόγους που κατά κύριο λόγο επωμίζονται τη φροντίδα των ηλικιωμένων. Για να μπορέσει να είναι βιώσιμο το σύστημα υγείας, το οποίο γίνεται όλο και πιο ακριβό, απαιτείται αύξηση του εργατικού δυναμικού και βελτίωση της παραγωγικότητας και του εισοδήματος, τόνισε ο ομιλητής.
Παρά τη βελτίωση του μέσου όρου ζωής, το συνολικό φορτίο της νόσου (θάνατοι και αναπηρία) παραμένει σταθερό λόγω της αύξησης του φορτίου που συνοδεύει την αύξηση του μέσου όρου επιβίωσης και της γήρανσης του πληθυσμού. Ζούμε περισσότερο, εξήγησε ο κ. Μπούμπας, αλλά όχι με καλύτερη υγεία. Περίπου το 50% των απωλειών των ετών ζωής οφείλεται σε έκθεση σε εξωτερικούς βλαπτικούς παράγοντες για την υγεία, με κυριότερους εκπροσώπους το κάπνισμα και την παχυσαρκία. Η αλματώδης αύξηση της παχυσαρκίας απειλεί να ανακόψει την πρόοδο από παρεμβάσεις στο κάπνισμα, στην υπέρταση και τη δυσλιπιδαιμία, τόνισε. Κύριες αιτίες θανάτου στη χώρα μας είναι η ισχαιμική καρδιοπάθεια, τα εγκεφαλικά επεισόδια και ο καρκίνος του πνεύμονα, νοσήματα που έχουν μεγάλο κόστος και υψηλή νοσηρότητα. Συνεπώς, η ενίσχυση της Δημόσιας Υγείας και της πρόληψης συνιστά προτεραιότητα για τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας, ενώ επιπλέον η γήρανση του πληθυσμού επιβάλλει μείζονες αλλαγές στις υπηρεσίες υγείας.
Αναφερόμενος στην ιατρική φροντίδα, προ-νοσοκομειακή και μετα-νοσοκομειακή, ο Καθηγητής παρατήρησε πως η ανεπάρκεια σε δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων, που οδηγεί σε δραματική αύξηση των προσελεύσεων στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) των νοσοκομείων, δεν αποτελεί μόνο ελληνικό φαινόμενο, αλλά παρατηρείται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Το ΚΕΣΥ ανησυχεί ωστόσο και για την εκπαίδευση των γενικών ιατρών, που κατά κύριο λόγο προσφέρουν υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας στη χώρα μας, είπε ο κ. Μπούμπας. Ένα σημαντικό έλλειμμα στη χώρα μας ήταν ότι δυστυχώς δεν αναπτύχθηκαν πανεπιστημιακές δομές πρωτοβάθμιας υγείας παράλληλα με την εισαγωγή της γενικής ιατρικής και οι γενικοί ιατροί μέχρι σήμερα εκπαιδεύονταν κατά κύριο λόγο στα νοσοκομεία. Τα βήματα ωστόσο που κάνει σήμερα το Υπουργείο προς την κατεύθυνση αυτή, συνέχισε, αναμένεται να βελτιώσουν σημαντικά το επίπεδο εκπαίδευσης της γενικής ιατρικής.
Κύριες αιτίες νοσηλείας, συνέχισε ο Καθηγητής, είναι τα λοιμώδη νοσήματα και τα νοσήματα κυκλοφορικού, τα νεοπλάσματα και τα νοσήματα πεπτικού και αναπνευστικού και οι γηριατρικοί ασθενείς αποτελούν το 40% των νοσηλευόμενων. Καθώς οι νοσοκομειακές λοιμώξεις συνιστούν μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας, στις προτάσεις του ΚΕΣΥ περιλαμβάνεται η διευκόλυνση της διακίνησης των νοσηλευόμενων ασθενών και η επίσπευση του εξιτηρίου τους, σε συνδυασμό με την οργάνωση μετανοσοκομειακής φροντίδας και αποκατάστασης.
Μιλώντας για την πρόσβαση, τη χρήση και την ποιότητα υπηρεσιών υγείας, ο ομιλητής αναφέρθηκε στην ανάγκη καλύτερης διασύνδεσης και συντονισμού για τη φροντίδα ασθενών απομακρυσμένων περιοχών από οργανωμένα κέντρα που παρέχουν ειδικές υπηρεσίες, στο έλλειμμα οργανωμένης και επαρκούς μετα-νοσοκομειακής φροντίδας και αποκατάστασης ώστε να μπορεί να αντιμετωπισθεί επαρκώς η αυξανόμενη νοσηρότητα και αναπηρία που συνοδεύει τη γήρανση, αλλά και στην απουσία των απαραίτητων υποδομών που θα μπορέσουν να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες για ανακουφιστική φροντίδα. Η ομάδα εργασίας του ΚΕΣΥ, είπε ο κ. Μπούμπας, έχει ήδη επεξεργασθεί ένα σχέδιο για την ανακουφιστική φροντίδα, το οποίο και έχει παραδώσει στην πολιτική ηγεσία προς δράση και υλοποίηση.
Οι ατελέσφορες νοσηλείες και η φροντίδα των θνησκόντων στα νοσοκομεία αποτελούν επίσης ένα σημαντικό πρόβλημα που δεν έχει τύχει επαρκούς προσοχής μέχρι σήμερα. Η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού απαιτεί πολυεπίπεδες παρεμβάσεις που αφορούν τις υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας αλλά και την κοινωνία. Οι επαγγελματίες υγείας και η κοινωνία είναι απαραίτητο να «επανεκπαιδευθούν» στη φροντίδα του τέλους της ζωής, τη διαδικασία του θανάτου και τον θάνατο και να υποστηριχθεί η φροντίδα στο σπίτι.
Παραθέτοντας τις διαπιστώσεις του ΚΕΣΥ σχετικά με τις δομές και τους πόρους του συστήματος υγείας, ο κ. Μπούμπας ανέφερε πως ο νοσοκομειακός χάρτης του δημόσιου τομέα χαρακτηρίζεται από αποσπασματικές δημιουργίες μονάδων και έλλειψη διαλειτουργικότητος με τον ιδιωτικό τομέα. Είναι απαραίτητο να υπάρξει λειτουργική και ευέλικτη διασύνδεση των περιφερικών μονάδων με τις κεντρικές δομές, παρατήρησε ο ομιλητής, ανεφερόμενος στη συνέχεια στην εισήγηση του ΚΕΣΥ για αύξηση των υπηρεσιών υγείας εκτός νοσοκομείου (μονάδες ημερήσιας νοσηλείας) εντός και εκτός μητροπολιτικών περιοχών.
Αναφορικά με το ανθρώπινο δυναμικό, την εκπαίδευση και τη συνεχιζόμενη επαγγελματική εκπαίδευση, ο κ. Μπούμπας παρατήρησε πως διαπιστώνεται υπερπροσφορά ιατρών και έλλειψη νοσηλευτών, πρόβλημα που θα μπορούσε ενδεχομένως να αντιμετωπισθεί με την ίδρυση ΙΕΚ νοσηλευτών στα δημόσια νοσοκομεία. Η προίκα του ΕΣΥ είναι το προσωπικό του, δήλωσε ο Καθηγητής, τονίζοντας πως μπορεί η εκπαίδευση να απαιτεί περισσότερη υποστήριξη σε δομές και προσωπικό και πρόσθετα κονδύλια, αλλά συχνά παραγνωρίζεται ότι το κόστος της ελλιπούς εκπαίδευσης είναι πολλαπλάσιο.
Κοινές προκλήσεις στα συστήματα υγείας όλων των χωρών, επισήμανε ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο κ. Μπούμπας, είναι τα ελλείμματα στην ποιότητα και ασφάλεια, η έμφαση στην οξεία φροντίδα (σε αντιδιαστολή με την πρόληψη και την προστασία της υγείας του πληθυσμού), ο ανεπαρκής εστιασμός στις ανάγκες του ασθενούς και οι διαρκώς αυξανόμενες δαπάνες. Υπάρχει ανάγκη για έμφαση στην ποιότητα, την ασφάλεια, την αποδοτικότητα και τις ανάγκες των ασθενών και των οικογενειών τους, για αύξηση της ασθενοκεντρικότητας, της εξατομίκευσης και της διαφάνειας, καθώς και για αύξηση των υπηρεσιών υγείας εκτός νοσοκομείου με στόχο την παροχή περισσότερης φροντίδας κατ’ οίκον. Η συλλογή επαρκών αξιόπιστων στοιχείων για την απόδοση του συστήματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για παρεμβάσεις με στόχο τη βελτίωσή του, κατέληξε ο ομιλητής. Τελικός παρονομαστής για το ΚΕΣΥ είναι πάντα η υγεία των πολιτών, με σεβασμό στα επαγγελματικά δικαιώματα των επαγγελματιών υγείας, και αυτό προσπαθεί να υπηρετήσει.




