Η συζήτηση για τη χρηματοδότηση της υγείας έχει αλλάξει ριζικά. Τα οικονομικά της υγείας ήταν ανέκαθεν και ασφαλώς παραμένουν πάντα στο επίκεντρο, ανέφερε η συντονίστρια της συζήτησης δημοσιογράφος, κ. Ευγενία Τζώρτζη, με τη διαφορά ότι πλέον το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από το ποιος πληρώνει στο πώς κατανέμεται η ευθύνη, πώς συνεργάζονται -αν συνεργάζονται- δημόσιος και ιδιωτικός φορέας και, κυρίως, πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε βιώσιμη, δίκαιη και ποιοτική κάλυψη για όλους.
Τα υγειονομικά συστήματα δεν έχουν διαχρονικές αξίες, καθώς το πλαίσιο οργάνωσης των συστημάτων υγείας καθορίζεται από τις εκάστοτε κοινωνικές, οικονομικές, περιβαλλοντικές, τεχνολογικές και κυρίως επιδημιολογικές συνθήκες κάθε ιστορικής περίοδου, ανέφερε ο κ. Χρήστος Δερβένης, Διευθυντής του Τμήματος Χειρουργικής Ογκολογίας και Χειρουργικής Ήπατος-Χοληφόρων-Παγκρέατος στο Νοσοκομείο Metropolitan. Οι στρατηγικές συνεργασίες αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο των πολιτικών στην εποχή μας, καθώς τα συστήματα υγείας ανήκουν στα λεγόμενα πολύπλοκα συστήματα, που απαιτούν συνέργειες μεταξύ των διαφόρων υποσυστημάτων, συλλογικές συμπεριφορές, ανατροφοδότηση, συνεχείς αλλαγές και προσαρμογές. Οι συνεργασίες ανάμεσα σε διαφορετικούς φορείς που σχετίζονται με την υγεία, όπως δημόσια νοσοκομεία, ιδιωτικούς παρόχους, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, ΜΚΟ, διεθνείς οργανισμούς και φυσικά τις ίδιες τις κοινότητες, τόνισε ο Καθηγητής, έχουν ως στόχο όχι μόνο την ανταλλαγή απόψεων, αλλά και τη δημιουργία κοινών λύσεων σε προβλήματα που κανένας οργανισμός δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνος του.
Το σύγχρονο περιβάλλον υγείας χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα, χρόνια νοσήματα, γήρανση του πληθυσμού, ανάγκες πρόληψης, τεχνολογικές απαιτήσεις, που απαιτούν όλα συντονισμό, και αυτές οι συνεργασίες λειτουργούν ως γέφυρα μεταξύ των διαφόρων κλάδων, επιτρέποντας καλύτερη αξιοποίηση των πόρων, ταχύτερη διάδοση της καινοτομίας, κοινή ανάπτυξη πρωτοκόλλων και κατευθυντήριων οδηγιών και ολιστική αντιμετώπιση των αναγκών των ασθενών. Τα προσδοκώμενα οφέλη είναι προφανή -βελτίωση των υπηρεσιών υγείας, μείωση των ανισοτήτων, επιτάχυνση της καινοτομίας, ενίσχυση της ανθεκτικότητας- ωστόσο οι συνεργασίες αυτές δεν είναι απλές. Χρειάζονται καθοδήγηση και να ενταχθούν στον συνολικό σχεδιασμό ενός προγράμματος για την ουσιαστική μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας.
Τα επόμενα χρόνια, παρατήρησε ο κ. Δερβένης, οι συνεργασίες στον χώρο της υγείας θα γίνουν ακόμα πιο σημαντικές. Η ψηφιακή υγεία, η ανάλυση μεγάλων δεδομένων, η τεχνητή νοημοσύνη και η γονιδιωματική ιατρική απαιτούν γνώση από πολλές επιστήμες. Οι στρατηγικές συνεργασίες δεν είναι απλώς ένα μοντέλο συνεργασίας, είναι ένας νέος τρόπος σκέψης, καθώς μας καλούν να δούμε την υγεία ως απομονωμένη υπηρεσία, αλλά και ως αποτέλεσμα μιας συλλογικής προσπάθειας. Τα υβριδικά μοντέλα φροντίδας (hybrid care models) αποτελούν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα του πώς αυτές οι συνεργασίες μπορούν να μεταμορφώσουν τα συστήματα υγείας. Πρόκειται για μοντέλα φροντίδας που συνδυάζουν τη διά ζώσης κλινική παρακολούθηση, την τηλεϊατρική, τον απομακρυσμένο έλεγχο των ασθενών και των υγιών πολιτών και απαιτούν ψηφιακές πλατφόρμες επικοινωνίας και υπηρεσίες φροντίδας στην κοινότητα. Ο συνδυασμός των στρατηγικών συνεργασιών και των υβριδικών μοντέλων δεν είναι μόνο τεχνολογικός, είναι οργανωτικός και συστημικός και μπορεί να υπάρχει μόνο όταν υπάρχουν ισχυρές συνεργασίες. Τα οφέλη αυτής της σύζευξης είναι η βελτίωση της πρόσβασης, η εξατομίκευση της φροντίδας, η μείωση του κόστους και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας, υπάρχουν ωστόσο και προκλήσεις, που αφορούν τη διαλειτουργικότητα, την κυβερνοασφάλεια, την ισότητα στην ψηφιακή πρόσβαση, αλλά και την ανάγκη για μια κουλτούρα συνεργασίας.
Κάτι που είναι πολύ σημαντικό και βρίσκεται στον πυρήνα κάθε συστήματος είναι η βιωσιμότητα της κάλυψης, ζήτημα στο οποίο η χώρα μας σήμερα αντιμετωπίζει τεράστιο πρόβλημα. Ένα σύστημα υγείας πρέπει να παρέχει σταθερή καθολική κάλυψη, να διατηρεί οικονομικά ανεκτούς μηχανισμούς χρηματοδότησης και να προσαρμόζεται στις εξελισσόμενες ανάγκες του πληθυσμού, ώστε να διασφαλίζει ότι οι πολίτες θα συνεχίσουν να έχουν πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας, χωρίς οικονομικά εμπόδια, σήμερα, αλλά και στο μέλλον.
Οι βασικές προκλήσεις που αντιμετετωπίζουν σήμερα τα συστήματα υγείας είναι τέσσερις: η δημογραφική γήρανση, η αύξηση του κόστους της τεχνολογίας υγείας και των θεραπείων, οι ανισότητες της πρόσβασης και η αναποτελεσματικότητα και ο κατακερματισμός του συστήματος, επισήμανε ο ομιλητής. Για να έχουμε ένα σύστημα το οποίο θα κοιτάει στο μέλλον, δεν πρέπει να στηριχθούμε μόνο στη μείωση του κόστους -που σαφώς αποτελεί ένα πρόβλημα ειδικά στη χώρα μας- αλλά κυρίως στη διαφορετική κατανομή του κόστους, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του ο Καθηγητής. Χρειαζόμαστε συστήματα υγείας που να βασίζονται στην πρόληψη και όχι μόνο στη θεραπεία, στην ενσωμάτωση ψηφιακών λύσεων που εξοικονομούν πόρους, σε οργανωμένες τεκμηριωμένες πολιτικές που να προκύπτουν από δεδομένα. Και αυτή είναι μια δέσμευση που πρέπει να οικοδομήσουμε σήμερα με αποφασιστικότητα και στρατηγική.
Παλαιότερα, η αναφορά και μόνο σε μια συνεργασία δημόσιου-ιδιωτικού τομέα στον χώρο της υγείας προκαλούσε πολλές αντιδράσεις, καθώς χαρακτηριζόταν αυτομάτως ως απόπειρα ιδιωτικοποίησης του συστήματος υγείας, παρατήρησε ο κ. Βασίλης Κοντοζαμάνης, πρώην Αναπληρωτής Υπουργός Υγείας & Μέλος Δ.Σ. της Delsona Therapeutics. Πλέον είναι όλοι -ή σχεδόν όλοι- υπέρ αυτών των συμπράξεων και συνεργασίων, καθώς έχει γίνει αντιληπτό πως πρόκειται για χρηματοδοτικά μοντέλα και δεν έχουν καμία σχέση με τον χαρακτήρα του συστήματος υγείας. Με το πέρασμα του χρόνου, σιγά-σιγά όλοι αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα που επιβάλλει τη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, σε ένα σχήμα όπου ο δημόσιος τομέας είναι ο ρυθμιστής και ο εγγυητής μιας τέτοιας συνεργασίας και ο ιδιωτικός τομέας έρχεται να δώσει την καινοτομία και την αποτελεσματικότητα.
Οι συνθήκες σήμερα, οι ανάγκες, η γήρανση του πληθυσμού, οι περιορισμένοι πόροι και οι ανισότητες που εξακολουθούν να υπάρχουν στο σύστημα υγείας οδηγούν τη χώρα μας προς τέτοιες συνεργασίες. Η αύξηση των δαπανών υγείας καταδεικνύει ουσιαστικά τον δημόσιο χαρακτήρα του συστήματος υγείας -που κανείς δεν αμφισβητεί- το ζήτημα όμως είναι πως σήμερα ουσιαστικά δεν είναι αποδοτική η χρήση των πόρων.
Τα συνεργατικά μοντέλα θα μπορέσουν να δώσουν λύση σε αυτά τα προβλήματα, ανέφερε ο κ. Κοντοζαμάνης, φέρνοντας ως παράδειγμα τις ψηφιακές υπηρεσίες υγείας, η χρήση των οποίων καθιστά εφικτή την παρακολούθηση ασθενών σε απομακρυσμένες περιοχές της χώρας. Τέτοια μοντέλα λειτουργούν στο εξωτερικό με εντυπωσιακά αποτελέσματα, εξήγησε ο ομιλητής, επομένως, η χώρα μας δεν χρειάζεται να ανακαλύψει τον τροχό, αρκεί να προσαρμόσει τις καλές πρακτικές άλλων χωρών στο σύστημά της. Στο εξωτερικό υπάρχουν σήμερα ακόμη και υβριδικά μοντέλα κλινικών μελέτων και απομακρυσμένα μοντέλα, όπου κάποιος ασθενής μπορεί να λαμβάνει μέρος σε μια κλινική μελέτη ενώ βρίσκεται σε άλλη χώρα ή τοποθεσία.
Σήμερα, ζούμε στην εποχή των δεδομένων, συνέχισε ο κ. Κοντοζαμάνης, στην Ελλάδα λείπει ωστόσο η ανάλυση των δεδομένων, ώστε να δούμε τι χρειαζόμαστε σε κάθε περιοχή και πώς μπορούμε να βελτιώσουμε τις υπηρεσίες υγείας. Η προγνωστική μοντελοποίηση αποτελεί μια ιδιαίτερα χρήσιμη μέθοδο προκειμένου να διαπιστώσουμε τις ανάγκες του πληθυσμού. Δεν μπορεί να λέμε γενικά ότι αυξάνεται η φαρμακευτική δαπάνη, ανέφερε ως παράδειγμα, πρέπει να δούμε πού και γιατί αυξάνεται σε επίπεδο θεραπευτικής κατηγορίας και να δώσουμε λύσεις.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις, η εξατομικευμένη ιατρική, η ιατρική ακριβείας, η γονιδιωματική ιατρική μάς παρέχουν τη δυνατότητα να χαράσσουμε πολιτικές υγείας με αποτελεσματική κατανομή των διαθέσιμων πόρων. Στην πρωτοβάθμια φροντίδας υγείας, υπάρχουν σήμερα μοντέλα σύμπραξης με τον ιδιωτικό τομέα στο κομμάτι της διαχείρισης ασθενών, όπου η αποζημίωση γίνεται με βάση το αποτέλεσμα, δηλαδή αν πάει καλύτερα ο ασθενής, παρατήρησε ο ομιλητής.
Οι συνεργασίες δημοσίου και ιδιωτικού τομέα είναι απαραίτητες στην εποχή μας, συνέχισε, φέρνοντας ως παράδειγμα την ανάγκη συνεργασίας του δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα στον χώρο της αποκατάστασης, τον οποίο στην Ελλάδα ουσιαστικά μονοπωλεί ο ιδιωτικός κυρίως τομέας. Προφανώς, επισήμανε ο κ. Κοντοζαμάνης, τέτοιες συνεργασίες υπάρχουν ήδη, καθώς ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. έχει συμβάσεις με ιδιώτες παρόχους, με κλινικές, με διαγνωστικά κέντρα προκειμένου να παρέχει υπηρεσίες υγείας. Το σύστημα, μέσω αυτών των συνεργασιών βελτιώνει την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας που παρέχει, χωρίς αυτό να το καθιστά ιδιωτικοποιημένο.
Όλα τα χρόνια, η γενική αντίληψη που κυριαρχούσε για τις συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα στον χώρο της υγείας ήταν πως αφορούσε την ανάθεση σε έναν ιδιώτη να φτιάξει ένα κτίριο, ένα νοσοκομείο ή ένα κέντρο υγείας, τόνισε ο ομιλητής, η συνεργασία ωστόσο δεν αφορά μόνο τις υποδομές, αλλά και την παρεχόμενη φροντίδα. Τέτοιες υπηρεσίες χρειαζόμαστε, κατέληξε, φέρνοντας ως παράδειγμα την ανάπτυξη κέντρων διαχείρισης αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων ανά την Ελλάδα προκειμένου να γίνεται καλύτερη διαχείριση των ασθενών, που πλέον έχει αρχίσει να υλοποιείται σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, με ρυθμιστή το Υπουργείο Υγείας.
Η υγεία είναι ένας τομέας όπου πρέπει να υπάρχει κάποια διακομματική σύγκλιση, αλλιώς ο ιδιωτικός τομέας θα είναι έρμαιο των πολιτικών αλλαγών, ξεκίνησε την τοποθέτησή του ο κ. Γιάννης Καντώρος, Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου Interamerican. Κανείς, ωστόσο, δεν θα διαθέσει χρήματα αν φοβάται πως μετά από κάποια χρόνια μπορεί το καράβι να αλλάξει πορεία και μια επένδυση πολλών εκατομμυρίων να πάει χαμένη, υπογράμμισε. Επομένως, οι πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να συμφωνήσουν σε ένα μοντέλο κοινώς αποδεκτό γιατί το ζήτημα είναι υπαρκτό και προφανώς, ανεξάρτητα από πολιτικές πεποιθήσεις, όλοι πιστεύουν ότι κάθε Έλληνας πρέπει να έχει πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας. Το ζητούμενο είναι με ποιον τρόπο θα γίνει αυτό, παρατήρησε. Εφόσον συμφωνηθεί αυτός ο τρόπος, είναι βέβαιο πως ο ιδιωτικός τομέας θα συμμετέχει με πολύ μεγαλύτερο ζήλο και κινητοποιώντας πολλούς περισσότερους πόρους συγκριτικά με το παρελθόν, που υπήρχαν επιφυλάξεις λόγω της αβεβαιότητας που επικρατούσε.
Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι υπάρχει το ΕΣΥ, που είναι ο κορμός, και μια ιδιωτική αγορά ασφαλιστικών προγραμμάτων υγείας και αυτοί οι δύο κόσμοι πηγαίνουν παράλληλα, χωρίς να τέμνονται, με αποτέλεσμα κάποιοι άνθρωποι να πληρώνουν διπλά για την ίδια κάλυψη. Αυτό το πρόβλημα θα πρέπει να λυθεί κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τον ριζικό ανασχεδιασμό του συστήματος. Δεν είναι λογικό στην εποχή μας να έχουμε δύο παράλληλα συστήματα και καμία λογική μελέτη για το πώς αυτά θα μπορούσαν να συγκλίνουν, έτσι ώστε να μπορούν να εξοικονομηθούν πόροι και από τους δύο χώρους για να διευκολυνθεί η πρόσβαση των Ελλήνων σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας. Πρέπει να γίνει, λοιπόν, ένας ριζικός ανασχεδιασμός, ώστε τα δύο αυτά συστήματα να έχουν κοινή γλώσσα και κοινούς θεσμούς, να έχουμε δηλαδή ένα ενιαίο σύστημα.
Από εκεί και πέρα, οι αλλαγές είναι πολλές, καθώς ένα μεγάλο μέρος της φροντίδας φεύγει πλέον από τα νοσοκομεία και μεταφέρεται μέσα από την τεχνολογία στα σπίτια. Υπάρχουν πρόσφατα παραδείγματα που δείχνουν πως αυτός ο συνδυασμός τεχνολογίας και πολύ χαμηλότερου κόστους παρέχει τη δυνατότητα διαχείρισης των σημαντικότερων νοσημάτων με μείωση του κόστους κατά περίπου 30-40% και, σε συνδυασμό προφανώς με παρεμβάσεις αλλαγής της συμπεριφοράς των ασθενών, οδηγεί στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Η αλλαγή της συμπεριφοράς προφανώς ξεκινάει στο σπίτι και σήμερα διαθέτουμε μηχανισμούς και τεχνογνωσία στο πώς σιγά-σιγά μπορούμε να οδηγήσουμε μεγάλες ομάδες πληθυσμού σε καλύτερες υγιέστερες συνθήκες.
Ασφαλώς, όλα αυτά χρειάζονται δεδομένα, υπογράμμισε ο κ. Καντώρος. Στην Ελλάδα ωστόσο, παρατήρησε, υπάρχουν τρομεροί φραγμοί στην πρόσβαση στα δεδομένα, με αποτέλεσμα αν κάποιος άνθρωπος θέλει να δώσει πρόσβαση στον φάκελο υγείας του σε μια ιδιωτική ασφαλιστική να μην μπορεί να το κάνει και να αναγκάζεται να υποβάλλεται σε περιττές εξετάσεις για κάτι το οποίο είναι ήδη καταχωρημένο ψηφιακά στον φάκελο υγείας του.
Η χώρα μας είναι ίσως η μόνη στην Ευρώπη όπου αρκετοί πολίτες, όχι όλοι αλλά ένας σημαντικός αριθμός αυτών, πληρώνουν σήμερα δύο ξεχωριστά συστήματα υγείας, συμφώνησε ο κ. Θανάσης Λοπατατζίδης, Εμπορικός Διευθυντής Ευρώπης στον Όμιλο Affidea. Αυτό αποτελεί μία πολύ μεγάλη στρέβλωση και ο συνδυασμός της με το γεγονός ότι ο Έλληνας πολίτης πληρώνει, από την τσέπη του, υπερδιπλάσια τιμή για τις υπηρεσίες υγείας, σε σχέση με κάθε άλλο Ευρωπαίο πολίτη, δημιουργεί ένα πολύ εκρηκτικό μείγμα.
Ταυτόχρονα, με το δεδομένο ότι η τεχνολογία τρέχει με απίστευτα γρήγορους ρυθμούς, είναι δομικά δεδομένο ότι το σύστημα χρειάζεται ένα πλήρη ανασχεδιασμό, όχι για να πάει μπροστά, αλλά για να μείνει στην κατάσταση που είναι σήμερα. Γιατί τα πράγματα θα πάνε χειρότερα, αν δεν μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε την τεχνολογία, καθώς το κόστος των υπηρεσιών υγείας αυξάνει παγκοσμίως.
Σήμερα, υπάρχουν εξαιρετικά αποτελεσματικές θεραπείες, κυρίως ογκολογικές, που καθιστούν τον καρκίνο χρόνιο νόσημα, αλλά το κόστος τους είναι τεράστιο. Για να μπορέσει η κοινωνία να ανταποκριθεί σε αυτή την τεράστια πρόκληση, πρέπει όλοι οι εταίροι του συστήματος να συνεργαστούν ώστε να λύσουν τις πολλές και διαφορετικές στρεβλώσεις που έχει το σύστημα αυτό.
Μία τεράστια στρέβλωση στην Ελλάδα είναι ότι οι ιατροί δεν έχουν πραγματικά κανένα οικονομικό κίνητρο να ασχοληθούν με την πρωτοβάθμια φροντίδα. Οι ιατροί στην Ελλάδα, σε ένα αμιγώς ιατροκεντρικό σύστημα, έχουν κίνητρο να κάνουν χειρουργεία. Γι’ αυτό και γίνονται υπερδιπλάσια χειρουργεία σε σχέση με το επιδημιολογικό προφίλ των ασθενών στην Ελλάδα, συγκριτικά με πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Από την άλλη, ενώ πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν έλλειψη ιατρικού δυναμικού, στην Ελλάδα υπάρχει πληθώρα ιατρικού δυναμικού. Δυστυχώς, ωστόσο, σύμφωνα με το ελληνικό μοντέλο, όλοι τα κάνουν όλα, όλοι τα ξέρουν όλα και όλοι είναι καλύτεροι από τον διπλανό τους. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι αυτή η εποχή έχει παρέλθει για την ελληνική κοινωνία, τόνισε ο ομιλητής. Ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες, πρέπει να έρθει και μέσα από την αλλαγή της κουλτούρας.
Η δημιουργία του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., ο οποίος είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της συνεργασίας δημοσίου και ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα σήμερα, αποτελεί σαφώς μία κατάκτηση, είναι ωστόσο πλέον ένα απαρχαιωμένο σύστημα, ένα σύστημα που ανταποκρινόταν στις ανάγκες του πληθυσμού προ δεκαπενταετίας, αλλά όχι και στις σημερινές.
Τα συστήματα οφείλουν να προσαρμόζονται στις συνθήκες της εκάστοτε εποχής και τις ανάγκες των χρηστών τους, δήλωσε ο κ. Λοπαταρζίδης, φέρνοντας ως παράδειγμα την Αγγλία, όπου το NHS παρουσίασε πρόσφατα το δεκαετές πρόγραμμά του βασισμένο σε τρεις αρχές: ψηφιοποίηση (digitalization), τεχνολογία, πρόληψη και ιατρική στην κοινωνία έξω από τα νοσοκομεία. Επιπλέον, συμπλήρωσε, το βρετανικό σύστημα υγείας ανακοίνωσε πρόσφατα ότι δίνει στις εταιρείες τεχνολογίας πρόσβαση στα δεδομένα του συστήματος υγείας με αντίτιμο μία λίρα, καθώς θεωρεί πως με αυτόν τον τρόπο θα έρθουν οι εταιρείες τεχνολογίας στην Αγγλία, θα επενδύσουν στην υγεία, θα φέρουν θέσεις εργασίας και θα βελτιώσουν τη ζωή των ασθενών.
Συζήτηση
Ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. ήταν πραγματικά μια μεγάλη κατάκτηση, σχολίασε ο κ. Δερβένης, ωστόσο στην ουσία ποτέ δεν λειτούργησε -ακόμη και με τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν στην πορεία- ως ένας παράγοντας ο οποίος θα διασφαλίζει υγιείς συνθήκες αγοράς. Ενδεχομένως βέβαια, ούτε οι ασφαλιστικές εταιρείες είναι ακόμη έτοιμες στην Ελλάδα να παίξουν αυτό το παιχνίδι μιας ανοιχτής αγοράς, με όλα τα πλεονεκτήματα που έχει, αλλά προλαμβάνοντας όλα τα μειονεκτήματα. Αναφερόμενος στην επαγγελματική του εμπειρία στον δημόσιο, τον ακαδημαϊκό και τον ιδιωτικό τομέα, ο κ. Δερβένης τόνισε πως κανένας από τους τρεις αυτούς τομείς δεν δουλεύει με πραγματικά ανταγωνιστικούς όρους και με καθαρούς όρους.
Εφόσον κανένα τμήμα της αγοράς των υπηρεσιών υγείας δεν λειτουργεί σωστά, εξήγησε, αυτό που προέχει είναι να εξυγιανθούν τα δύο συστήματα. Και εν τέλει, πρόσθεσε, σε ένα σύστημα όπου 38% με 40% των δαπανών είναι ιδιωτικές, δεν μπορούμε να αποκαλούμε ιδιωτικοποίηση την προσπάθεια να ρυθμίσουμε το ιδιωτικό κομμάτι του συστήματος.
Στην ερώτηση της συντονίστριας της συζήτησης από ποιον τομέα θα μπορούσε να ξεκινήσει η εφαρμογή τέτοιων μοντέλων, ο κ. Κοντοζαμάνης απάντησε πως θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν στο σύνολο του συστήματος υγείας. Σαφώς, μπορούν να γίνουν πάρα πολλά πράγματα στη νοσοκομειακή φροντίδα, αλλά και στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, ανέφερε. Το κλειδί, τόνισε ο κ. Κοντοζαμάνης, είναι ο ανταγωνισμός. Εάν λειτουργούσε η αγορά με όρους ανταγωνισμού, ο δημόσιος τομέας θα μπορούσε να κλείσει τον ιδιωτικό τομέα. Υπάρχουν συνθήκες ανταγωνισμού, συνέχισε, θα πρέπει ωστόσο να έχουμε υπόψη πως τα ιδιωτικά νοσοκομεία λειτουργούν με διαφορετικό προεδρικό διάταγμα απ’ ό,τι τα δημόσια νοσοκομεία, δηλαδή με άλλους όρους και προϋποθέσεις. Υπάρχουν αρκετά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν, επισήμανε, ώστε να συντηρήσουμε τον ανταγωνισμό, με την καλή έννοιά του, και να μπορέσουμε να βελτιώσουμε τις υπηρεσίες υγείας.
Ο κ. Δερβένης σχολίασε πως ο όρος «εξωνοσοκομειακή φροντίδα» ίσως είναι πιο δόκιμος από τον όρο «πρωτοβάθμια», καθώς μεγάλο ποσοστό των ιατρικών πράξεων, είτε στο πεδίο της πρόληψης, αλλά ακόμα και στο πεδίο της θεραπείας, γίνονται εκτός νοσοκομείου. Πολλές υπηρεσίες μεταφέρονται πλέον έξω από τα νοσοκομεία και αυτό συνιστά έναν επιπλέον λόγο για να στραφούμε σε αυτό το πεδίο, παρατήρησε.






