Σ.Τ. Προαπαιτούμενα και προκλήσεις για μία εθνική φαρμακευτική πολιτική

Απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαμόρφωση μίας εθνικής φαρμακευτικής πολιτικής είναι να υπάρξει κοινή αντίληψη όλων των εμπλεκομένων φορέων, προκειμένου να μπορέσει να διατυπωθεί μία ολοκληρωμένη πρόταση με σαφείς στόχους, σαφείς δράσεις και σαφείς τρόπους μέτρησης των αποτελεσμάτων των δράσεων αυτών.

Η ανάγκη ύπαρξης μίας εθνικής φαρμακευτικής πολιτικής είναι ένα ζήτημα που συζητείται επί μακρόν στη χώρα μας, η συζήτηση αυτή ωστόσο μάλλον γινόταν μέχρι σήμερα με λάθος όρους, υπογράμμισε ο συντονιστής της συνεδρίας και Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου, καθηγητής κ. Κώστας Αθανασάκης, καλωσορίζοντας τους διακεκριμένους ομιλητές της συνεδρίας.

Προαπαιτούμενα

Η εθνική φαρμακευτική πολιτική αποτελεί ένα θέμα που ασφαλώς χρήζει άμεσης προσοχής από την πλευρά της Πολιτείας, ανέφερε ο καθηγητής κ. Πάνος Καναβός. Δυστυχώς στη χώρα μας επί του παρόντος δεν υπάρχει ένα πλαίσιο φαρμακευτικής πολιτικής -το οποίο υπάρχει σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ- παρά τη συναίνεση μεταξύ των κύριων ενδιαφερομένων μερών σχετικά με το ποιοι θα πρέπει να είναι οι γενικοί στόχοι και τι θα πρέπει να περιλαμβάνει η εθνική φαρμακευτική πολιτική. Το πλαίσιο αυτό είναι απαραίτητο να διαμορφωθεί, συνέχισε ο καθηγητής, όπως επίσης θα πρέπει να διασαφηνισθεί και να καθορισθεί ο ρόλος όλων των εμπλεκομένων μερών στην πολιτική αυτή, καθώς και η δυνατότητα μέτρησης της απόδοσης με συγκριτική αξιολόγηση έναντι συγκεκριμένων στόχων. Συνοψίζοντας τις βασικές αρχές μιας εθνικής φαρμακευτικής πολιτικής, ο κ. Καναβός έκανε αναφορά στην προσήλωση της χώρας στην καθολική ισότιμη πρόσβαση στα νέα φάρμακα, στην ύπαρξη μιας υγιούς πολιτικής χρηματοδότησης της υγείας, στη βελτιστοποίηση των πολιτικών τιμολόγησης, αγοράς και αποζημίωσης, στη διαμόρφωση ενός ισχυρού ρυθμιστικού πλαισίου που αποτελεί κλειδί για τη διασφάλιση της ασφάλειας, της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας, στην ανάπτυξη πολιτικών για την ενεργό συμμετοχή και συνεργασία όλων -ιατρών, φαρμακοποιών και ασθενών- στο σύστημα υγείας, στη διαμόρφωση μιας πολιτικής υποστήριξης και παροχής κινήτρων στη φαρμακευτική βιομηχανία για την παραγωγή φαρμάκων και την ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης. Οι πολύ γενικές αυτές κατευθύνσεις, εξήγησε ο καθηγητής, μπορούν φυσικά να εξειδικευθούν σε επιμέρους προτάσεις και δείκτες αξιολόγησης οι οποίοι θα παρακολουθούνται διαχρονικά.

Αναφερόμενος στην αξιολόγηση τεχνολογιών υγείας, τη διαπραγμάτευσή τους ώστε να ενταχθούν στο σύστημα υγείας της χώρας, τα κλινικά πρωτόκολλα και τη συνταγογράφηση, ο κ. Καναβός επισήμανε ότι και στα τέσσερα αυτά ζητήματα απαιτούνται σημαντικές παρεμβάσεις από την πλευρά της πολιτείας. Το γεγονός ότι εδώ και 4-5 χρόνια διαθέτουμε μηχανισμούς αξιολόγησης τεχνολογιών υγείας και διαπραγμάτευσης αποτελεί μεν θετική εξέλιξη, υπάρχει ωστόσο μεγάλη ανάγκη οι μηχανισμοί αυτοί να γίνουν πιο δυναμικοί και αποτελεσματικοί ώστε να μπορέσουν να συνεισφέρουν τόσο στο πλαίσιο της εθνικής φαρμακευτικής πολιτικής όσο και ευρύτερα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες της ΕΕ που δεν διαθέτει ένα λειτουργικό μηχανισμό αξιολόγησης τεχνολογιών υγείας, καθώς ο υπάρχων μηχανισμός αξιολόγησης παρουσιάζει αρκετές ελλείψεις και προβλήματα, εξήγησε ο ομιλητής. Μια πιο ορθολογική διαχείριση των τεχνολογιών υγείας θα μπορούσε ωστόσο να αποδώσει σημαντικά δημοσιονομικά οφέλη, συνέχισε ο κ. Καναβός, αναφέροντας ως σημαντικότερο πλεονέκτημα ενός αξιόπιστου μηχανισμού αξιολόγησης τεχνολογιών υγείας τη δημιουργία κλινικών πρωτοκόλλων -πάντα φυσικά σε συνεργασία με την ιατρική κοινότητα- η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ένα πιο αποδοτικό σύστημα υγείας και εξορθολογισμό της δαπάνης.

Η Πολιτεία θα πρέπει επομένως να προχωρήσει στην ενδυνάμωση της Επιτροπής Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας ή ακόμη και στη δημιουργία και τη στελέχωση μίας ανεξάρτητης Αρχής, κατά τα πρότυπα πολλών άλλων χωρών της ΕΕ, στην οποία θα υποβάλλονται αιτήσεις για όλες τις νέες θεραπείες και η οποία θα λαμβάνει αποφάσεις με όρους κλινικής αποτελεσματικότητας και οικονομικής αποδοτικότητας, πρότεινε ο καθηγητής. Όσον αφορά στη διαπραγμάτευση των όρων κάλυψης από το ΕΣΥ των ακριβών φαρμάκων, δυνητικά θα μπορούσε να γίνεται με συμφωνίες επιμερισμού κινδύνου, οι οποίες δεν θα βασίζονται μόνο στη διαπραγμάτευση τιμής, αλλά και συγκεκριμένου όγκου. Μία άλλη πρόταση, η υιοθέτηση της οποίας θα μπορούσε ενδεχομένως να εξετασθεί μελλοντικά στη χώρα μας, είναι μία πιο επιθετική εφαρμογή των συμφωνιών επιμερισμού κινδύνου με βάση τα αποτελέσματα της Επιτροπής ή της Αρχής Αξιολόγησης. Στόχος είναι φυσικά, κατέληξε ο ομιλητής, να απεξαρτηθεί η αποζημίωση των νέων φαρμάκων από το rebate και το clawback, εφόσον θα διασφαλίζονται πιο συμφέροντες όροι μέσω της διαδικασίας αξιολόγησης και διαπραγμάτευσης.

Τέλος, αναφερόμενος στη συνταγογράφηση, ο εισηγητής τόνισε ότι ο εξορθολογισμός της περνάει μέσα από τη συνεχή διαθεσιμότητα, παρακολούθηση και συντονισμό των στοιχείων που συλλέγονται, τη συμμόρφωση των ιατρών με τα κλινικά πρωτόκολλα, καθώς και παρεμβάσεις εκ μέρους των εποπτευόντων οργανισμών έτσι ώστε να ελέγχεται τι, για ποιον λόγο και πώς συνταγογραφείται, κάτι που στη χώρα μας δεν υφίσταται. Ο κ. Καναβός ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του καλώντας τους αρμόδιους φορείς να αναλάβουν δράση άμεσα, καθώς τα χρονικά περιθώρια για παρεμβάσεις σε όλα αυτά τα ζητήματα έχουν πλέον στενέψει επικίνδυνα.

Στην ερώτηση του κ. Αθανασάκη σχετικά με το τι θα έπρεπε να κάνει η Πολιτεία προκειμένου να μπορέσουν να γίνουν πράξη όλα όσα περιέγραψε στην ομιλία του, ο κ. Καναβός απάντησε πως απαιτείται συνέχεια και συνέπεια, άμεση δράση, σύγκλιση των φορέων και εμπλεκομένων μερών, καθορισμός συγκεκριμένων στόχων και δράσεων και συνεχής παρακολούθηση των αποτελεσμάτων.

Προκλήσεις

Μια εθνική φαρμακευτική πολιτική θα πρέπει να έχει ως κύριο στόχο της να υπηρετεί τις ανάγκες του ασθενή, ξεκίνησε την τοποθέτησή του ο καθηγητής κ. Σωτήρης Βανδώρος, με κύριες συνιστώσες την πρόσβαση, την αποτελεσματικότητα, την ορθολογική χρήση και τη βιωσιμότητα. Στην προσπάθεια διαμόρφωσης μιας τέτοιας πολιτικής, υπογράμμισε ο κ. Βανδώρος, αρχικά θα πρέπει φυσικά να αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος που επιβάρυναν τα ταμεία και οδήγησαν σε οριζόντια μέτρα.

Ένα σημαντικό πρόβλημα στη χώρα μας είναι η υψηλή κατανάλωση φαρμάκων, είπε ο καθηγητής, παρατηρώντας πως βρισκόμαστε στην τρίτη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ στην κατά κεφαλήν κατανάλωση αντιβιοτικών, γεγονός που εκτός της σπατάλης πόρων οδηγεί και σε αυξημένο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Για να αντιμετωπισθεί το ζήτημα αυτό, συνέχισε, απαιτείται αξιοποίηση των δεδομένων από το σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, παρεμβάσεις και εξορθολογισμός με κριτήριο τη σωστή θεραπεία, παροχή κινήτρων στους ιατρούς (demand-size measures) και ενημέρωση των ασθενών.

Η φαρμακευτική δαπάνη είναι εσφαλμένο να συνδέεται μόνο με την τιμή, συνέχισε ο κ. Βανδώρος, καθώς συνδέεται με την τιμή και με την ποσότητα. Είναι επομένως απαραίτητο να ληφθούν μέτρα για τον εξορθολογισμό της ποσότητας, καθώς και να γίνει ανάλυση των δεδομένων προκειμένου να γνωρίζουμε τι χρειαζόμαστε ως χώρα σήμερα, αλλά και στο μέλλον, καθώς ο πληθυσμός της χώρας μας γηράσκει. Επιπλέον, στην Ελλάδα, συμπλήρωσε η ιδιωτική δαπάνη για τα φάρμακα είναι τεράστια -βρισκόμαστε αρκετά πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ- και σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην πρόσβαση των ασθενών στα φάρμακα.

Αναφέροντας ως παράδειγμα τη μείωση της τιμής των φαρμάκων με την είσοδο των γενόσημων στην αγορά των ΗΠΑ λόγω ανταγωνισμού, ο ομιλητής επισήμανε ότι στην Ευρώπη το ρυθμιστικό πλαίσιο δεν ευνοεί τον ανταγωνισμό των εταιρειών, κάτι που θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε μείωση της τιμής των φαρμάκων. Φυσικά, συμπλήρωσε, αυτή τη στιγμή δεν διαθέτουμε τα δεδομένα ώστε να γνωρίζουμε εκ των προτέρων το αποτέλεσμα καθώς δεν έχουν γίνει σχετικές αναλύσεις. Όσον αφορά στη θεραπευτική υποκατάσταση, παρατήρησε ο καθηγητής, θα πρέπει να αξιοποιηθούν τα υπάρχοντα δεδομένα στη χώρα μας προκειμένου να γνωρίζουμε τι συμβαίνει, τι συνέπειες έχει, ποια off-patent φάρμακα πρέπει να γίνουν θεραπεία πρώτης γραμμής κ.ο.κ. Από την άλλη, είναι απαραίτητο να αξιολογείται η κλινική αποτελεσματικότητα των νέων θεραπειών, καθώς δεν φέρνουν όλες οι νέες και ακριβές θεραπείες σαφές επιπρόσθετο κλινικό όφελος. Η αξιολόγηση θα πρέπει να είναι προσεκτική και να συνυπολογίζονται όλα τα νέα στοιχεία στον πληθυσμό, πρόσθεσε ο κ. Βανδώρος, καθώς κάθε ευρώ που δαπανάται αποσπάται από κάποιο άλλο σημείο του συστήματος υγείας. Χρειαζόμαστε, επίσης, μια πιο ταχεία διαδικασία για την είσοδο στην αγορά των νέων θεραπειών, ώστε οι ασθενείς να έχουν γρήγορη πρόσβαση στις θεραπείες που χρειάζονται, αλλά και να παρακαμφθεί η διαδικασία του ΙΦΕΤ που έχει υψηλό κόστος.

Στη χώρα μας, κατέληξε ο ομιλητής, χρειαζόμαστε σίγουρα περισσότερα δεδομένα, καθώς και ανεξάρτητη επεξεργασία των δεδομένων αυτών προκειμένου να αντιληφθούμε τι συμβαίνει στην πραγματικότητα και τι θα μπορούσε να συμβεί εάν εφαρμόζαμε κάποιες αλλαγές στην αγορά. Οι απλές παρατηρήσεις και τα παραδείγματα από άλλες χώρες είναι βέβαιο πως δεν αρκούν, καθώς δεν μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα χωρίς σωστή και διεξοδική ανάλυση δεδομένων και συγκρίσεις με άλλες χώρες.

Τέλος, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του ο κ. Βανδώρος, ένα ζήτημα καίριας σημασίας που θα πρέπει να απασχολεί όχι μόνο τη χώρα μας, αλλά όλη την Ευρώπη, ειδικά σε συνθήκες γεωπολιτικής αβεβαιότητας, είναι η ασφάλεια στην πρόσβαση σε φάρμακα, καθώς δεν παράγουμε πρώτες ύλες για τα φάρμακα που χρειάζεται ο πληθυσμός. Και φυσικά, πρόσθεσε, χρειαζόμαστε αξιοπιστία από την πλευρά της Πολιτείας, τόσο στις δεσμεύσεις της όσο και στην τήρηση των νόμων που ψηφίζει.

Ο ρόλος του ΕΟΦ

Στη θεωρία γνωρίζουμε όλοι εδώ και χρόνια τι πρέπει να γίνει, ανέφερε ο Πρόεδρος του ΕΟΦ κ. Ευάγγελος Μανωλόπουλος, με τη διαφορά ότι σήμερα υπάρχει πλέον η πολιτική βούληση για να γίνει πράξη. Ο ΕΟΦ αποτελεί ένα εργαλείο, ένα όργανο, από το οποίο θα περάσουν πολλές από τις αλλαγές που θα γίνουν και είναι καίριας σημασίας να μπορεί να αντεπεξέλθει στις αυξημένες απαιτήσεις όλων αυτών των ζητημάτων που εκκρεμούν. Οι κύριες αρχές με βάση τις οποίες θα κινηθεί ο Οργανισμός, κατόπιν συμφωνίας με το Υπουργείο Υγείας, είναι η διαφάνεια -και η διευκόλυνση στην αξιοποίηση των δεδομένων- και η επιστημονικότητα. Ο ΕΟΦ, συνέχισε ο κ. Μανωλόπουλος, μπορεί να συμβάλει σε θέματα που σχετίζονται άμεσα αλλά και έμμεσα με τη φαρμακευτική πολιτική, όπως για παράδειγμα στη διευκόλυνση του πλαισίου των κλινικών μελετών, ώστε να γίνονται πιο γρήγορα και να αυξηθεί ο βαθμός εμπιστοσύνης των εταιρειών και ο αριθμός κλινικών μελετών στη χώρα μας. Ιδιαίτερα σημαντικό για τη φαρμακευτική πολιτική είναι επίσης να ενισχυθεί η τοπική βιομηχανία και παραγωγή, ώστε ο τομέας του φαρμάκου να αποκτήσει μεγαλύτερη αξία -και εξαγωγικά- ένα ζήτημα στο οποίο ο ΕΟΦ επίσης μπορεί να έχει διευκολυντικό ρόλο. Κάποιοι άλλοι τομείς στους οποίους ο ΕΟΦ μπορεί να παρέμβει και να διαδραματίσει ρόλο είναι η εκπαίδευση, κυρίως του κοινού αλλά και των ιατρών, αλλά και η αξιολόγηση τεχνολογιών υγείας. Σκοπός μας είναι ο ΕΟΦ να αλλάξει, κατέληξε ο κ. Μανωλόπουλος, ώστε να μπορεί να είναι σύγχρονος και να υπηρετήσει τις πολιτικές που θα ορισθούν από την κυβέρνηση.

Η άποψη της φαρμακοβιομηχανίας

Είναι πραγματικά κρίμα που ενώ στη χώρα μας γνωρίζουμε όλοι και συμφωνούμε στο τι πρέπει να γίνει, αυτό τελικά δεν γίνεται και μάλιστα μπορεί να μην γίνεται επί χρόνια, ανέφερε ο Πρόεδρος & Διευθύνων Σύμβουλος της Pfizer Hellas κ. Ζαχαρίας Ραγκούσης. Οι εισηγήσεις των δύο ομιλητών μας προσφέρουν ουσιαστικά ένα έτοιμο σχέδιο εθνικής φαρμακευτικής πολιτικής, δήλωσε. Σε ένα πιο πρακτικό επίπεδο βεβαίως, συνέχισε ο κ. Ραγκούσης, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι όντως τα χρονικά περιθώρια στενεύουν, όπως ανέφερε και ο κ. Καναβός. Όσον αφορά στη χρηματοδότηση, ασφαλώς οι στόχοι θα πρέπει να βασίζονται στις ανάγκες του πληθυσμού, προκειμένου να επιτευχθούν ωστόσο απαιτείται και ορθολογική κατανομή των υπαρχόντων πόρων. Τη διάγνωση μίας ανάγκης, θα πρέπει να ακολουθεί ο καθορισμός ενός συγκεκριμένου στόχου για την κάλυψή της και ο προσδιορισμός του budget που θα απαιτηθεί, καθώς και του ποιοι και πώς θα συμμετάσχουν για την επίτευξη του στόχου, εξήγησε ο ομιλητής. Όσον αφορά στη διαφάνεια στα δεδομένα και τη δυνατότητα αξιοποίησής τους, πάντα φυσικά με επιστημονικό τρόπο, είναι ασφαλώς ένα ζήτημα κρίσιμης σημασίας για όλους, κατέληξε ο κ. Ραγκούσης.

Στην Ευρώπη σήμερα διαμορφώνεται ένα νέο τοπίο, παρατήρησε ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας και Αντιπρόεδρος του Ομίλου ELPEN κ. Θεόδωρος Τρύφων. Ειδικά μετά την πανδημία αλλά και για γεωπολιτικούς λόγους, οι ήπειροι ή ευρύτερες περιοχές φεύγουν από τη λογική της παγκοσμιοποίησης και προσπαθούν να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες δημιουργώντας ένα κλίμα ανταγωνισμού. Αυτό στην Ευρώπη, ανέφερε ο ομιλητής, δημιουργεί σαφώς την ανάγκη για μία νέα πολιτική, τόσο συνολικά όσο και σε σχέση με το φάρμακο. Η Ελλάδα, λόγω των περιοριστικών πολιτικών που εφαρμόσθηκαν την τελευταία δεκαετία, βρίσκεται σε χειρότερη θέση από τις υπόλοιπες χώρες, καθώς έχει μείνει πίσω σε βασικούς τομείς, όπως στη διασύνδεση των συστημάτων και την αξιοποίηση των δεδομένων ώστε με βάση αυτά να παραχθούν πολιτικές, ενώ επιπλέον είναι η μοναδική χώρα στην οποία δεν υπάρχει κουλτούρα συνταγογράφησης, αλλά ούτε έλεγχος στη συνταγογράφηση ή θεραπευτικά πρωτόκολλα. Όλα αυτά τα ζητήματα απαιτούν άμεσα λύσεις, συνέχισε ο κ. Τρύφων, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ωστόσο ότι στη χώρα μας υπάρχει μία ισχυρή παραγωγική βάση, καθώς 40 από τα 400 εργοστάσια της Ευρώπης βρίσκονται στην Ελλάδα. Η επόμενη μέρα όσον αφορά στη χρηματοδότηση είναι πολύ συγκεκριμένη, ανέφερε ο Πρόεδρος της ΠΕΦ. Θα πρέπει να γίνει το Innovation Fund, να συνεχισθεί η χρηματοδότηση και να επισημοποιηθούν τα ποσά του RRF μέσα στη δημόσια δαπάνη, να θεσπισθούν οι κανόνες για το Innovation Fund, να αντιμετωπισθούν τα ζητήματα του ΙΦΕΤ και των ανασφάλιστων, αλλά και θέματα που αφορούν στη ζήτηση και τον έλεγχο της συνταγογράφησης. Επιπλέον, συμπλήρωσε, ο ΕΟΦ και ο ΕΟΠΥΥ, που είναι υποστελεχωμένοι, θα πρέπει να στελεχωθούν και να οργανωθούν κατάλληλα, η Επιτροπή ΑΤΥ και Διαπραγμάτευσης θα πρέπει να ενισχυθεί ώστε να λειτουργήσει καλύτερα και να υπάρξει βέβαια μία συνολική πολιτική για να παραμείνουν και τα παλιά φάρμακα μέσα στο σύστημα.

Τη σκυτάλη των τοποθετήσεων έλαβε η Πρόεδρος του PhARMA Innovation Forum (PIF) και της AbbVie Ελλάδας, Κύπρου & Μάλτας κ. Λαμπρίνα Μπαρμπετάκη, η οποία ανέφερε πως μια νέα φαρμακευτική πολιτική αποτελεί ουσιαστικά ένα μείγμα πολιτικής φόρων, χρηματοδότησης και διαρθρωτικών μέτρων. Κύριοι πυλώνες μιας νέας φαρμακευτικής πολιτικής, εξήγησε, είναι οι στόχοι και οι αξίες στις οποίες βασίζεται, οι στρατηγικές που αξιοποιεί για την επίτευξη των στόχων και οι κρίσιμης σημασίας αποφάσεις που τελικά λαμβάνει. Βασική αρχή είναι ότι ο κατάλληλος ασθενής θα πρέπει να έχει πρόσβαση στο κατάλληλο φάρμακο που θα καλύψει τη συγκεκριμένη ιατρική ανάγκη που αντιμετωπίζει, στο σωστό χρόνο ώστε να έχει το βέλτιστο θεραπευτικό αποτέλεσμα. Αναφερόμενη στις στρατηγικές, η κ. Μπαρμπετάκη υπογράμμισε ότι, όσον αφορά στην έρευνα και ανάπτυξη, όπως προανέφερε και ο κ. Τρύφων ζούμε πλέον σε ένα περιβάλλον ανταγωνιστικό, επομένως θα πρέπει να υπάρξουν κίνητρα και πολιτικές που να διευκολύνουν τις κλινικές μελέτες στη χώρα μας. Είναι απαραίτητο επίσης, συνέχισε, να υπάρξει αξιολόγηση, ξεκινώντας από το θεραπευτικό αποτέλεσμα, τη θεραπευτική αξία και τα δεδομένα και οικονομικά της υγείας που δείχνουν εάν μπορούμε να χρηματοδοτήσουμε κάτι, για ποιους ασθενείς και με ποια αποτελέσματα. Και φυσικά, συμπλήρωσε, θα πρέπει να καθορισθεί μία στρατηγική ώστε οι θεραπείες που έχουν αποτελέσματα να μπορέσουν να φθάσουν στο στάδιο της διαπραγμάτευσης και αποζημίωσης, αλλά και για να παρακολουθούνται με real-world evidence η ζήτηση, η έκβαση και το θεραπευτικό αποτέλεσμα κάθε νέας θεραπείας. Όσον αφορά στις κρίσιμης σημασίας αποφάσεις που καλείται να λάβει μία φαρμακευτική πολιτική, συμπλήρωσε, αυτές σχετίζονται με τους πόρους, τις δομές και τις διαδικασίες. Για να είναι οικονομικά βιώσιμο ένα σύστημα υγείας, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή της η κ. Μπαρμπετάκη, απαιτείται η υιοθέτηση μίας ολιστικής προσέγγισης του budget της φαρμακευτικής πολιτικής, απαιτείται εξοικονόμηση και εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων για απελευθέρωση πόρων όπου υπάρχει σπατάλη και ορθολογική κατανομή τους ανάλογα με τις ανάγκες των ασθενών.

Η πλευρά των ασθενών

Δυστυχώς έως σήμερα στη χώρα μας δεν υπάρχει στην πραγματικότητα εθνική πολιτική για το φάρμακο, δήλωσε ο Πρόεδρος του Συλλόγου Οροθετικών Ελλάδας «Θετική Φωνή» και της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας κ. Νίκος Δέδες. Υπάρχουν μόνο αποσπασματικές πολιτικές που λαμβάνονται για την επίλυση μεμονωμένων προβλημάτων, οι οποίες μάλιστα επειδή βασίζονται σε υποθέσεις και όχι σε δεδομένα, τις περισσότερες φορές όχι μόνο δεν φέρνουν αποτελέσματα, αλλά αντίθετα διογκώνουν τα προβλήματα ή δημιουργούν νέα. Η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και θεραπειών τα τελευταία χρόνια στον χώρο της υγείας καθιστά αναγκαία τη δημιουργία ενός ρυθμιστικού πλαισίου για τη βέλτιστη αξιοποίησή τους, ανέφερε ο κ. Δέδες. Απαραίτητη, συμπλήρωσε, είναι επίσης η ύπαρξη της Επιτροπής Παρακολούθησης Φαρμακευτικής Δαπάνης και αντίστοιχων οργάνων που θα φέρουν κοντά όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και τον επιστημονικό κόσμο, αλλά ακόμη και η συγκρότηση μίας διακομματικής επιτροπής σε επίπεδο Βουλής ώστε να υπάρξει μία σύμπνοια για τη διαμόρφωση και υλοποίηση μιας εθνικής φαρμακευτικής πολιτικής.

Η πλευρά της Πολιτείας

Ένα από τα πρώτα στάδια για να θεμελιώσουμε μια νέα εθνική φαρμακευτική πολιτική είναι ο καθορισμός των στόχων, ξεκίνησε την τοποθέτησή του ο Γενικός Γραμματέας Στρατηγικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Υγείας κ. Άρης Αγγελής. Στην περίπτωση αυτή, καλούμαστε να εξισορροπήσουμε στόχους πολιτικής υγείας, οι οποίοι αποσκοπούν στη βελτίωση της υγείας του πληθυσμού και στόχους βιομηχανικής πολιτικής, που αποσκοπούν στην οικονομική ανάπτυξη. Οι πρώτοι περιλαμβάνουν στόχους όπως η άμεση και ισότιμη πρόσβαση όλων των πολιτών σε κλινικά αποτελεσματικές θεραπείες και η διασφάλιση της αποδοτικότητας και βιωσιμότητας του συστήματος υγείας, ενώ οι δεύτεροι περιλαμβάνουν στόχους όπως η προώθηση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας και η ενίσχυση της καινοτομίας. Η διαμόρφωση μιας νέας φαρμακευτικής πολιτικής, συνέχισε ο ομιλητής, έχει ως βασικές αρχές τη διαφάνεια, την προβλεψιμότητα και τη δικαιοσύνη και απαιτεί τη συνεργασία ενός πλήθους εμπλεκόμενων φορέων.

Αναφερόμενος στα προβλήματα που εντοπίζονται στο σημερινό σύστημα υγείας, ο κ. Αγγελής εστίασε στην ελλιπή γνώση των πραγματικών αναγκών του πληθυσμού, στο γεγονός ότι το κόστος ευκαιρίας στο ελληνικό σύστημα υγείας είναι άγνωστο, στην παγκόσμια τάση συνεχούς αύξησης των τιμών, στην πρωτιά της χώρας μας σε οριζόντια μέτρα όπως το clawback και το rebate, αλλά και στην κατανάλωση φαρμάκων, καθώς και στην έλλειψη διαφάνειας και πρόσβασης σε δεδομένα που είναι απαραίτητα για τη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων. Οι ελλείψεις στα φάρμακα είναι ένα πρόβλημα που είναι παγκόσμιο και πολυπαραγοντικό, αλλά στη χώρα μας οφείλεται και στην έλλειψη διαφάνειας και ελεγκτικών μηχανισμών, ανέφερε ο Γενικός Γραμματέας Στρατηγικού Σχεδιασμού. Για να μπορέσει να αντιμετωπίσει το χρόνιο αυτό πρόβλημα, το Υπουργείο Υγείας συγκρότησε μία επιτροπή παρακολούθησης των ελλείψεων και ξεκίνησε τη λειτουργία ενός κλειστού ηλεκτρονικού συστήματος το οποίο ουσιαστικά ιχνηλατεί την κίνηση κρίσιμης σημασίας σκευασμάτων.

Σχετικά με την αξιολόγηση τεχνολογιών υγείας και τη διαπραγμάτευση, ο κ. Αγγελής είπε πως θα πρέπει να ενισχυθεί το πλαίσιο λειτουργίας και των δύο αυτών επιτροπών, κάτι για το οποίο έχει ήδη αποσταλεί αίτημα τεχνικής βοήθειας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ όσον αφορά στα ζητήματα αποζημίωσης ενδεχομένως να πρέπει σε ορισμένες περιπτώσεις να αναζητήσουμε λύσεις σκεπτόμενοι πιο καινοτόμα, προκειμένου η χώρα μας να μην μείνει πίσω στις νέες καινοτόμες θεραπείες, οι περισσότερες εκ των οποίων κατά την είσοδό τους στην αγορά συνοδεύονται από μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας.

Το γεγονός ότι, ενώ όλοι γνωρίζουμε τα προβλήματα, δεν αλλάζει τίποτα, οφείλεται στα αντικρουόμενα συμφέροντα που υπάρχουν, υπογράμμισε ο κ. Αγγελής. Σήμερα ωστόσο, υπάρχει η πολιτική βούληση για να γίνουν αλλαγές. Στόχος του Υπουργείου είναι να υιοθετηθούν επιστημονικά ορθές προσεγγίσεις και μεθοδολογίες και βασιζόμενοι στα δεδομένα να χαράξουμε αποδοτικές πολιτικές, συμπλήρωσε, απευθύνοντας ανοιχτή πρόσκληση σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς για την κατάθεση τεκμηριωμένων προτάσεων. Η δημιουργία μιας νέας εθνικής φαρμακευτικής πολιτικής έχει ήδη δρομολογηθεί, απαιτείται ωστόσο κάποιος χρόνος καθώς οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθηθούν είναι πολλές. Η χάραξη μίας νέας εθνικής φαρμακευτικής πολιτικής αποτελεί μία δύσκολη πρόκληση, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του ο κ. Αγγελής, καθώς ουσιαστικά καλούμαστε να βρούμε τη χρυσή τομή ώστε να εξισορροπήσουμε με τον ιδανικότερο τρόπο τους σκοπούς της πολιτικής υγείας με τους σκοπούς της βιομηχανικής πολιτικής.